1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 ΚΑΙ οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό τού Θεού, και την έφεραν από το Έβεν-έζερ στην Άζωτο.
2 Και οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό τού Θεού, και την έφεραν στον οίκο τού Δαγών, και την έβαλαν κοντά στον Δαγών.
3 Και όταν οι Αζώτιοι σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί την επόμενη ημέρα, να, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπό του επάνω στη γη, μπροστά στην κιβωτό τού Κυρίου. Και αφού πήραν τον Δαγών, τον έβαλαν στον τόπο του.
4 Και την επόμενη ημέρα, όταν σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, να, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπό του επάνω στη γη μπροστά στην κιβωτό τού Κυρίου· και το κεφάλι τού Δαγών και οι δύο παλάμες των χεριών του ήσαν αποκομμένες επάνω στο κατώφλι· μονάχα ο κορμός τού Δαγών εναπέμεινε σ' αυτόν.
5 Γι' αυτό, οι ιερείς τού Δαγών στην Άζωτο, και καθένας που μπαίνει μέσα στον οίκο τού Δαγών, δεν πατούν στο κατώφλι τού Δαγών, μέχρι τη σημερινή ημέρα.
6 Και το χέρι τού Κυρίου έγινε βαρύ επάνω στους Αζώτιους, και τους εξολόθρευσε, και τους χτύπησε με αιμορροϊδες, την Άζωτο και τα όριά της.
7 Και όταν οι άνδρες τής Αζώτου είδαν ότι έγινε έτσι, είπαν: Η κιβωτός τού Θεού τού Ισραήλ δεν θέλει να κατοικεί μαζί μας· επειδή, το χέρι του σκληρύνθηκε επάνω μας, κι επάνω στον Δαγών τον θεό μας.
8 Γι' αυτό, αφού έστειλαν, συγκέντρωσαν κοντά τους όλους τους σατράπες των Φιλισταίων, και είπαν: Τι θα κάνουμε με την κιβωτό τού Θεού του Ισραήλ; Κι εκείνοι είπαν: Η κιβωτός τού Θεού τού Ισραήλ ας μετακομιστεί στη Γαθ. Και μετακόμισαν την κιβωτό τού Θεού τού Ισραήλ.
9 Και αφού τη μετακόμισαν, το χέρι τού Κυρίου ήταν ενάντια στην πόλη με υπερβολικά μεγάλον όλεθρο· και χτύπησε τους άνδρες τής πόλης, από μικρόν μέχρι μεγάλον, και βγήκαν σ' αυτούς αιμορροϊδες.
10 Γι' αυτό, έστειλαν την κιβωτό τού Κυρίου στην Ακκαρών. Και καθώς η κιβωτός τού Κυρίου ήρθε στην Ακκαρών, οι Ακκαρωνίτες αναβόησαν, λέγοντας: Έφεραν σε μας την κιβωτό τού Θεού τού Ισραήλ, για να θανατώσει εμάς και τον λαό μας.
11 Και αφού έστειλαν, συγκέντρωσαν όλους τους σατράπες των Φιλισταίων, και είπαν: Διώξτε την κιβωτό τού Θεού τού Ισραήλ, και ας επιστρέψει στον τόπο της, για να μη θανατώσει εμάς και τον λαό μας· επειδή, τρόμος θανάτου ήταν σε όλη την πόλη· το χέρι τού Κυρίου ήταν εκεί υπερβολικά βαρύ.
12 Και οι άνδρες, όσοι δεν πέθαναν, χτυπήθηκαν με αιμορροϊδες· και η κραυγή τής πόλης ανέβηκε στον ουρανό.