1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 ΚΑΙ το παιδί, ο Σαμουήλ, υπηρετούσε τον Κύριο μπροστά στον Ηλεί. Ο λόγος, όμως, του Κυρίου ήταν σπάνιος κατά τις ημέρες εκείνες· όραση δεν φαινόταν.
2 Και σ' εκείνο τον καιρό, όταν ο Ηλεί ήταν ξαπλωμένος στον τόπο του, και τα μάτια ήσαν αμαυρωμένα, ώστε δεν μπορούσε να βλέπει,
3 και ο Σαμουήλ ήταν ξαπλωμένος στον ναό τού Κυρίου, όπου ήταν η κιβωτός τού Θεού, πριν σβήσει ο λύχνος τού Θεού,
4 ο Κύριος κάλεσε τον Σαμουήλ· κι εκείνος αποκρίθηκε: Νάμαι, εγώ.
5 Και έτρεξε στον Ηλεί, και είπε: Νάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Κι εκείνος είπε: Δεν σε κάλεσα· γύρισε να κοιμηθείς. Και πήγε να κοιμηθεί.
6 Και ο Κύριος κάλεσε τον Σαμουήλ ξανά, για δεύτερη φορά, και πήγε στον Ηλεί, και του είπε: Νάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Κι εκείνος αποκρίθηκε: Δεν σε κάλεσα, παιδί μου· γύρισε να κοιμηθείς.
7 Και ο Σαμουήλ δεν γνώριζε ακόμα τον Κύριο, και ο λόγος τού Κυρίου δεν του είχε ακόμα αποκαλυφθεί.
8 Και ο Κύριος κάλεσε τον Σαμουήλ ξανά, για τρίτη φορά. Και σηκώθηκε, και πήγε στον Ηλεί, και είπε: Νάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Και ο Ηλεί κατάλαβε ότι ο Κύριος κάλεσε το παιδί.
9 Και ο Ηλεί είπε στον Σαμουήλ: Πήγαινε να κοιμηθείς· και αν σε κράξει, θα πεις: Μίλησε, Κύριε· επειδή, ο δούλος σου ακούει. Και ο Σαμουήλ πήγε και κοιμήθηκε στον τόπο του.
10 Και ήρθε ο Κύριος, και αφού στάθηκε, κάλεσε όπως τις προηγούμενες φορές: Σαμουήλ, Σαμουήλ. Τότε ο Σαμουήλ αποκρίθηκε: Μίλησε, επειδή ο δούλος σου ακούει.
11 Και ο Κύριος είπε στον Σαμουήλ: Δες, εγώ θα κάνω στον Ισραήλ ένα πράγμα, ώστε καθένας που θα το ακούει θα ηχήσουν και τα δυο του αυτιά·
12 κατά την ημέρα εκείνη θα εκτελέσω ενάντια στον Ηλεί όλα όσα μίλησα για την οικογένειά του· θα αρχίσω, και θα τα πραγματοποιήσω·
13 επειδή, του ανήγγειλα, ότι εγώ θα κρίνω την οικογένειά του μέχρι τον αιώνα, εξαιτίας της ανομίας· για τον λόγο ότι, ενώ γνώρισε ότι οι γιοι του έφερναν κατάρα επάνω τους, δεν τους συμμάζεψε·
14 και γι' αυτό, ορκίστηκα ενάντια στην οικογένεια του Ηλεί, ότι η ανομία των γιων τού Ηλεί δεν θα καθαριστεί στον αιώνα, ούτε με θυσία ούτε με προσφορά.
15 Και ο Σαμουήλ κοιμήθηκε μέχρι το πρωί· έπειτα, άνοιξε τις πόρτες τού οίκου τού Κυρίου. Και ο Σαμουήλ φοβόταν να αναγγείλει στον Ηλεί την όραση.
16 Και ο Ηλεί κάλεσε τον Σαμουήλ, και είπε: Σαμουήλ, παιδί μου. Κι εκείνος αποκρίθηκε: Νάμαι, εγώ.
17 Και είπε: Ποιος είναι ο λόγος, που μιλήθηκε σε σένα; Μη τον κρύψεις, παρακαλώ, από μένα· έτσι να κάνει σε σένα ο Θεός, και έτσι να προσθέσει, αν κρύψεις από μένα κάποιο από όλα τα λόγια που μιλήθηκαν σε σένα.
18 Και ο Σαμουήλ τού ανήγγειλε όλα τα λόγια, και δεν του έκρυψε κανένα. Και ο Ηλεί είπε: Αυτός είναι Κύριος· ας κάνει το αρεστό στα μάτια του.
19 Και ο Σαμουήλ μεγάλωνε· και ο Κύριος ήταν μαζί του, και δεν άφηνε κανένα από τα λόγια του να πέφτει στη γη.
20 Και ολόκληρος ο Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, γνώρισε ότι ο Σαμουήλ ήταν διορισμένος στο να είναι προφήτης τού Κυρίου.
21 Και ο Κύριος εξακολούθησε να φανερώνεται στη Σηλώ· επειδή, ο Κύριος αποκαλυπτόταν στον Σαμουήλ στη Σηλώ διαμέσου του λόγου τού Κυρίου.