1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 Και έγινε λόγος τού Σαμουήλ σε ολόκληρο τον Ισραήλ. ΚΑΙ ο Ισραήλ βγήκε σε μάχη εναντίον των Φιλισταίων, και στρατοπέδευσαν κοντά στο Έβεν-έζερ· και οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αφέκ.
2 Και οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν ενάντια στον Ισραήλ· και όταν η μάχη απλώθηκε, ο Ισραήλ χτυπήθηκε μπροστά στους Φιλισταίους· και κατά τη συμπλοκή σκοτώθηκαν στο πεδίο τής μάχης μέχρι 4.000 άνδρες.
3 Και όταν ο λαός ήρθε στο στρατόπεδο, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ είπαν: Γιατί μας χτύπησε σήμερα ο Κύριος μπροστά στους Φιλισταίους; Ας πάρουμε κοντά μας από τη Σηλώ την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου, και αφού έρθει ανάμεσά μας θα μας σώσει από το χέρι των εχθρών μας.
4 Και ο λαός έστειλε στη Σηλώ, και σήκωσαν από εκεί την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου των δυνάμεων, εκείνου που κάθεται επάνω στα χερουβείμ· και οι δύο οι γιοι τού Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές, ήσαν εκεί μαζί με την κιβωτό τής διαθήκης τού Θεού.
5 Και όταν η κιβωτός τής διαθήκης τού Κυρίου ήρθε στο στρατόπεδο, ολόκληρος ο Ισραήλ αλάλαξε με μεγάλη φωνή, ώστε αντήχησε η γη.
6 Και καθώς οι Φιλισταίοι άκουσαν τη φωνή τού αλαλαγμού, είπαν: Τι να σημαίνει η φωνή αυτού του μεγάλου αλαλαγμού στο στρατόπεδο των Εβραίων; Και έμαθαν ότι η κιβωτός τού Κυρίου ήρθε στο στρατόπεδο.
7 Και οι Φιλισταίοι φοβήθηκαν, λέγοντας: Ο Θεός ήρθε στο στρατόπεδο. Και είπαν: Ουαί σε μας! Επειδή, δεν συνέβηκε τέτοιο πράγμα χθες και προχθές·
8 ουαί σε μας! Ποιος θα μας σώσει από το χέρι αυτών των δυνατών θεών; Αυτοί είναι οι θεοί που χτύπησαν τους Αιγυπτίους με κάθε πληγή στην έρημο·
9 ενδυναμωθείτε, Φιλισταίοι, και σταθείτε σαν άνδρες, ώστε να μη γίνετε δούλοι στους Εβραίους, όπως αυτοί στάθηκαν δούλοι σε σας· σταθείτε σαν άνδρες, και πολεμήστε τους.
10 Τότε, οι Φιλισταίοι πολέμησαν· και ο Ισραήλ χτυπήθηκε, και κάθε ένας έφυγε στη σκηνή του· και έγινε μια υπερβολικά μεγάλη σφαγή· και από τον Ισραήλ έπεσαν 30.000 πεζοί.
11 Και η κιβωτός τού Θεού πιάστηκε· και οι δύο γιοι τού Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές, θανατώθηκαν.
12 Και έτρεξε από τη μάχη κάποιος άνθρωπος από τον Βενιαμίν, και ήρθε στη Σηλώ την ίδια ημέρα, έχοντας τα ιμάτιά του σχισμένα, κι επάνω στο κεφάλι του χώμα.
13 Και όταν ήρθε, να, ο Ηλεί καθόταν επάνω στην καθέδρα, στο πλάγιο του δρόμου, παρατηρώντας· επειδή, η καρδιά του έτρεμε για την κιβωτό τού Θεού. Και όταν ο άνθρωπος, που ήρθε στην πόλη, ανήγγειλε τα πράγματα αυτά, ολόκληρη η πόλη αναβόησε.
14 Και καθώς ο Ηλεί άκουσε τη φωνή τής βοής, είπε: Τι σημαίνει η φωνή αυτής της βοής; Και ο άνθρωπος ήρθε με βιασύνη, και ανήγγειλε στον Ηλεί.
15 Ο δε Ηλεί ήταν 98 χρόνων· και τα μάτια του ήσαν αμαυρωμένα, ώστε δεν μπορούσε να βλέπει.
16 Και ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: Εγώ είμαι αυτός που ήρθα από τη μάχη, και εγώ διέφυγα σήμερα από τη μάχη. Και είπε: Τι έγινε παιδί μου;
17 Και ο μηνυτής αποκρίθηκε, και είπε: Ο Ισραήλ έφυγε από μπροστά από τους Φιλισταίους, κι ακόμα έγινε μεγάλη σφαγή στον λαό· και επιπλέον, και οι δύο γιοι σου, ο Οφνεί και ο Φινεές, πέθαναν· και η κιβωτός τού Θεού πιάστηκε.
18 Και καθώς ανέφερε για την κιβωτό τού Θεού, ο Ηλεί έπεσε από την καθέδρα προς τα πίσω, προς το πλάγιο της πύλης, και συντρίφτηκε ο τράχηλός του, και πέθανε· επειδή, ήταν γέροντας άνθρωπος, και βαρύς. Κι αυτός έκρινε τον Ισραήλ για 40 χρόνια.
19 Και η νύφη του, η γυναίκα τού Φινεές, που ήταν έγκυος, έτοιμη να γεννήσει, μόλις άκουσε την αγγελία, ότι πιάστηκε η κιβωτός τού Θεού, και ότι ο πεθερός της και ο άνδρας της πέθαναν, κυρτώθηκε και γέννησε· επειδή, της ήρθαν οι πόνοι.
20 Και τον καιρό που πέθαινε, οι γυναίκες που βρίσκονταν κοντά της, της είπαν: Μη φοβάσαι· επειδή, γέννησες γιο. Εκείνη, όμως, δεν απάντησε ούτε το έβαλε στην καρδιά της.
21 Και αποκάλεσε το παιδί Ιχαβώδ, λέγοντας: Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ· - επειδή η κιβωτός τού Θεού πιάστηκε, και επειδή ο πεθερός της και ο άνδρας της πέθαναν.
22 Και είπε: Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ· επειδή, πιάστηκε η κιβωτός τού Θεού.