1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 ΚΑΙ κατά τις ημέρες εκείνες οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους για εκστρατεία, για να πολεμήσουν με τον Ισραήλ. Και ο Αγχούς είπε στον Δαβίδ: Να ξέρεις, με σιγουριά, ότι θα βγεις μαζί μου, στον πόλεμο, εσύ και οι άνδρες σου.
2 Και ο Δαβίδ είπε στον Αγχούς: Θα γνωρίσεις με βεβαιότητα τι θα κάνει ο δούλος σου. Και ο Αγχούς είπε στον Δαβίδ: Γι' αυτό, θα σε κάνω για πάντα αρχισωματοφύλακά μου.
3 Πέθανε δε ο Σαμουήλ, και ολόκληρος ο Ισραήλ τον θρήνησε, και τον έθαψε στη Ραμά, την πόλη του. Και ο Σαούλ έβγαλε από τον τόπο εκείνους που είχαν πνεύμα μαντείας, και τους μάγους.
4 Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι, και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνήμ· και ο Σαούλ συγκέντρωσε ολόκληρο τον Ισραήλ, και στρατοπέδευσαν στη Γελβουέ.
5 Και όταν ο Σαούλ είδε το στρατόπεδο των Φιλισταίων, φοβήθηκε και η καρδιά του τρόμαξε υπερβολικά.
6 Και ο Σαούλ ρώτησε τον Κύριο· αλλ' ο Κύριος δεν του απάντησε, ούτε με όνειρα ούτε με το Ουρίμ ούτε με προφήτες.
7 Τότε, ο Σαούλ είπε στους δούλους του: Αναζητήστε για μένα κάποια γυναίκα, που να έχει πνεύμα μαντείας, για να πάω σ' αυτή, και να τη ρωτήσω. Και οι δούλοι του τού είπαν: Δες, στην Εν-δώρ είναι μια γυναίκα που έχει πνεύμα μαντείας.
8 Και ο Σαούλ μετασχηματίστηκε, και ντύθηκε άλλα ιμάτια, και πήγε αυτός, και δύο άνδρες μαζί του, και ήρθαν στη γυναίκα μέσα στη νύχτα· και είπε: Μάντεψέ μου, παρακαλώ, με το πνεύμα τής μαντείας, και ανέβασέ μου όποιον σου πω.
9 Και η γυναίκα τού είπε: Δες, εσύ ξέρεις όσα έκανε ο Σαούλ, με ποιον τρόπο εξολόθρευσε αυτούς που είχαν πνεύμα μαντείας, και τους μάγους, από τον τόπο· γιατί, λοιπόν, εσύ παγιδεύεις τη ζωή μου, για να με θανατώσουν;
10 Και ο Σαούλ τής ορκίστηκε στον Κύριο, λέγοντας: Ζει ο Κύριος, δεν θα σου συμβεί κανένα κακό γι' αυτό.
11 Τότε, η γυναίκα είπε: Ποιον να σου ανεβάσω; Και ο Σαούλ είπε; Ανέβασέ μου τον Σαμουήλ.
12 Και όταν η γυναίκα είδε τον Σαμουήλ, έκραξε με μεγάλη φωνή· και η γυναίκα είπε στον Σαούλ, λέγοντας: Γιατί με εξαπάτησες; Κι εσύ είσαι ο Σαούλ.
13 Και ο βασιλιάς τής είπε: Μη φοβάσαι· τι είδες, λοιπόν; Και η γυναίκα είπε στον Σαούλ: Είδα να ανεβαίνουν από τη γη θεοί.
14 Και της είπε: Ποια είναι η μορφή του; Κι εκείνη είπε: Ένας γέροντας ανεβαίνει, και είναι περιτυλιγμένος με επανωφόρι. Και ο Σαούλ γνώρισε ότι ήταν ο Σαμουήλ, και έσκυψε με το πρόσωπο στη γη, και προσκύνησε.
15 Και ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: Γιατί με παρενόχλησες, ώστε να με κάνεις να ανέβω; Και ο Σαούλ απάντησε: Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία· επειδή, οι Φιλισταίοι πολεμούν εναντίον μου, και ο Θεός απομακρύνθηκε από μένα, και δεν μου απαντάει πια, ούτε με προφήτες ούτε με όνειρα· γι' αυτό σε κάλεσα, για να μου φανερώσεις τι να κάνω.
16 Τότε, ο Σαμουήλ είπε: Γιατί, λοιπόν, ρωτάς εμένα, αφού ο Κύριος απομακρύνθηκε από σένα, και έγινε εχθρός σου;
17 Ο Κύριος, βέβαια, έκανε για τον εαυτό του καθώς σου μίλησε με μένα· επειδή, ο Κύριος ξέσχισε τη βασιλεία σου από το χέρι σου, και την έδωσε στον κοντινό σου, τον Δαβίδ·
18 επειδή, δεν υπάκουσες στη φωνή τού Κυρίου ούτε εκτέλεσες τον μεγάλο θυμό του ενάντια στον Αμαλήκ, γι' αυτό ο Κύριος έκανε σε σένα αυτό το πράγμα τούτη την ημέρα·
19 και ο Κύριος θα παραδώσει και τον Ισραήλ μαζί με σένα στο χέρι των Φιλισταίων· και αύριο, εσύ και οι γιοι σου θα βρίσκεστε μαζί μου· και θα παραδώσει ο Κύριος το στρατόπεδο του Ισραήλ στο χέρι των Φιλισταίων.
20 Τότε, ο Σαούλ έπεσε αμέσως ολόκληρος ξαπλωμένος καταγής· επειδή, κατατρόμαξε από τα λόγια τού Σαμουήλ· και δεν υπήρχε μέσα του δύναμη, επειδή, δεν είχε φάει ψωμί όλη την ημέρα, και όλη τη νύχτα.
21 Και η γυναίκα ήρθε στον Σαούλ, και είδε ότι ήταν υπερβολικά ταραγμένος, και του είπε: Δες, η δούλη σου υπάκουσε στη φωνή σου, και έβαλα τη ζωή μου στο χέρι μου, και υποτάχθηκα στα λόγια σου, που μου μίλησες·
22 τώρα, λοιπόν, άκουσε κι εσύ, παρακαλώ, στη φωνή τής δούλης σου, και ας βάλω λίγο ψωμί μπροστά σου· και φάε, για να πάρεις δύναμη, επειδή πηγαίνεις σε οδοιπορία.
23 Όμως, δεν ήθελε, λέγοντας: Δεν θα φάω. Οι δούλοι του, όμως, μαζί με τη γυναίκα, τον βίαζαν, και εισάκουσε στη φωνή τους· και αφού σηκώθηκε από τη γη, κάθησε επάνω στο κρεβάτι.
24 Και η γυναίκα είχε ένα παχύ δαμάλι στο σπίτι και έσπευσε, και τόσφαξε· και παίρνοντας αλεύρι, ζύμωσε, και έψησε απ' αυτό άζυμα.
25 Και έφερε μπροστά στον Σαούλ, και μπροστά στους δούλους του· και έφαγαν. Και σηκώθηκαν, και αναχώρησαν εκείνη τη νύχτα.