1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 ΥΠΗΡΧΕ δε κάποιος άνδρας από τον Βενιαμίν, που ονομαζόταν Κεις, γιος τού Αβιήλ, γιου τού Σερώρ, γιου τού Βεχωράθ, γιου τού Αφιά, άνδρα Βενιαμίτη, ισχυρός με δύναμη.
2 Κι αυτός είχε έναν γιο, εκλεκτό και ωραίο, που ονομαζόταν Σαούλ· και δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ' αυτόν· από τους ώμους του κι επάνω προεξείχε από ολόκληρο τον λαό.
3 Και τα γαϊδούρια τού Κεις, του πατέρα τού Σαούλ, χάθηκαν· και ο Κεις είπε στον Σαούλ, τον γιο του: Πάρε, τώρα, μαζί σου έναν από τους υπηρέτες, και αφού σηκωθείς πήγαινε να αναζητήσεις τα γαϊδούρια.
4 Και πέρασε μέσα από το βουνό Εφραϊμ, και πέρασε μέσα από τη γη Σαλισά, αλλά δεν τα βρήκαν· και πέρασαν μέσα από τη γη Σααλείμ, όμως δεν ήσαν εκεί· και πέρασε μέσα από τη γη Ιεμινί, αλλά δεν τα βρήκαν.
5 Όταν, όμως, ήρθαν στη γη Σουφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη, που ήταν μαζί του: Έλα, και ας γυρίσουμε, μήπως ο πατέρας μου, αφήνοντας τη φροντίδα των γαϊδουριών, συλλογίζεται για μας.
6 Κι εκείνος τού είπε: Δες, τώρα, σ' αυτή την πόλη υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού, και ο άνθρωπος αυτός είναι ένδοξος· κάθε τι που θα πει γίνεται οπωσδήποτε· ας πάμε, λοιπόν, εκεί· ίσως μας φανερώσει τον δρόμο μας, τον οποίο πρέπει να πάμε.
7 Και ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: Αλλά, δες, θα πάμε, όμως τι θα φέρουμε στον άνθρωπο; Επειδή, το ψωμί τέλειωσε από τα αγγεία μας· και δώρο να προσφέρουμε στον άνθρωπο του Θεού δεν υπάρχει· τι έχουμε;
8 Και απαντώντας πάλι ο υπηρέτης στον Σαούλ, είπε: Δες, βρίσκεται στο χέρι μου ένα τέταρτο σίκλου ασήμι, που θα δώσω στον άνθρωπο του Θεού, και θα μας φανερώσει τον δρόμο μας.
9 (Τον παλιό καιρό, όταν κανείς πήγαινε να ρωτήσει τον Θεό, έλεγε έτσι: Ελάτε, κι ας πάμε μέχρι σ' αυτόν που βλέπει· επειδή, ο σημερινός προφήτης τον παλιό καιρό αποκαλείτο αυτός που βλέπει).
10 Τότε, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: Καλός είναι ο λόγος σου· έλα, ας πάμε. Πήγαν, λοιπόν, στην πόλη, όπου ήταν ο άνθρωπος του Θεού.
11 Κι ενώ ανέβαιναν τον ανήφορο της πόλης, βρήκαν κοριτσάκια που έβγαιναν για να αντλήσουν νερό· και είπαν σ' αυτά: Είναι εδώ αυτός που βλέπει;
12 Κι εκείνα αποκρίθηκαν σ' αυτούς, και είπαν: Είναι· δες, μπροστά σου· κάνε, λοιπόν, γρήγορα· επειδή σήμερα ήρθε στην πόλη, για τον λόγο ότι σήμερα είναι θυσία τού λαού επάνω στον ψηλό τόπο·
13 αμέσως μόλις μπείτε μέσα στην πόλη, θα τον βρείτε, πριν ανέβει για να φάει στον ψηλό τόπο· επειδή, ο λαός δεν τρώει μέχρις ότου έρθει αυτός, δεδομένου ότι αυτός ευλογεί τη θυσία· ύστερα απ' αυτά τρώνε οι καλεσμένοι· τώρα, λοιπόν, ανεβείτε· επειδή, αυτή περίπου την ώρα θα τον βρείτε.
14 Και ανέβηκαν στην πόλη· και καθώς έμπαιναν στην πόλη, να, ο Σαμουήλ έβγαινε μπροστά τους, για να ανέβει στον ψηλό τόπο.
15 Ο Κύριος, όμως, είχε αποκαλύψει στον Σαμουήλ, μία ημέρα πριν έρθει ο Σαούλ, λέγοντας:
16 Αύριο, αυτή την ώρα περίπου, θα σου στείλω έναν άνθρωπο από τη γη Βενιαμίν, και θα τον χρίσεις άρχοντα επάνω στον λαό μου Ισραήλ, και θα σώσει τον λαό μου από το χέρι των Φιλισταίων· επειδή, επέβλεψα επάνω στον λαό μου, για τον λόγο ότι, η βοή τους ήρθε σε μένα.
17 Και όταν ο Σαμουήλ είδε τον Σαούλ, ο Κύριος του είπε: Δες, ο άνθρωπος για τον οποίο σου είχα πει· αυτός θα άρχει επάνω στον λαό μου.
18 Τότε ο Σαούλ πλησίασε στον Σαμουήλ στην πύλη, και είπε: Δείξε μου, παρακαλώ, πού είναι το σπίτι εκείνου που βλέπει.
19 Και αποκρίθηκε ο Σαμουήλ στον Σαούλ: Εγώ είμαι εκείνος που βλέπει· ανέβα μπροστά από μένα στον ψηλό τόπο· και θα φάτε μαζί μου σήμερα, και το πρωί θα σε εξαποστείλω· και θα σου αναγγείλω όλα όσα έχεις στην καρδιά σου·
20 όσο για τα γαϊδούρια, που έχεις χάσει ήδη εδώ και τρεις ημέρες, μη φροντίζεις γι' αυτά, επειδή βρέθηκαν· και σε ποιον είναι ολόκληρη η επιθυμία τού Ισραήλ; Δεν είναι σε σένα, και σε ολόκληρο τον οίκο τού πατέρα σου;
21 Και αποκρινόμενος ο Σαούλ είπε: Δεν είμαι εγώ Βενιαμίτης, από τη μικρότερη από τις φυλές τού Ισραήλ; Και η οικογένειά μου η πιο μικρή από όλες τις οικογένειες της φυλής τού Βενιαμίν; Γιατί, λοιπόν, μιλάς έτσι σε μένα;
22 Και ο Σαμουήλ πήρε τον Σαούλ και τον υπηρέτη του, και τους έφερε στο οίκημα, και τους έδωσε την πρώτη θέση ανάμεσα στους καλεσμένους, που ήσαν περίπου 30 άνδρες.
23 Και ο Σαμουήλ είπε στον μάγειρα: Φέρε το μερίδιο που σου έδωσα, για το οποίο σου είχα πει: Φύλαγέ το κοντά σου.
24 Και ο μάγειρας ύψωσε την πλάτη, και το μέρος που ήταν επάνω σ' αυτή, και τα έβαλε μπροστά στον Σαούλ. Και ο Σαμουήλ είπε: Δες αυτό που εναπέμεινε· βάλ' το μπροστά σου, φάε· επειδή, γι' αυτή την ώρα φυλάχθηκε για σένα, όταν είπα: Προσκάλεσα τον λαό. Και ο Σαούλ έφαγε μαζί με τον Σαμουήλ εκείνη την ημέρα.
25 Και αφού κατέβηκαν από τον ψηλό τόπο στην πόλη, ο Σαμουήλ συνομίλησε με τον Σαούλ επάνω στο δώμα.
26 Και σηκώθηκαν ενωρίς· και γύρω στα χαράματα της ημέρας, ο Σαμουήλ κάλεσε τον Σαούλ, που ήταν επάνω στο δώμα, λέγοντας: Σήκω να σε εξαποστείλω. Και σηκώθηκε ο Σαούλ, και βγήκαν και οι δύο, αυτός και ο Σαμουήλ, μέχρις έξω.
27 Και καθώς κατέβαιναν στο τέλος τής πόλης, ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: Να προστάξεις τον υπηρέτη σου να περάσει μπροστά μας· (κι εκείνος πέρασε)· εσύ, όμως, στάσου λιγάκι, και θα σου αναγγείλω τον λόγο του Θεού.