Ησαΐας / Isaiah
1 ΚΑΤΑ την ημέρα εκείνη στη γη τού Ιούδα θα ψαλεί τούτο το τραγούδι: Έχουμε μια οχυρή πόλη· ο Θεός θα βάλει σωτηρία αντί για τείχη και περιτειχίσματα.
2 Πύλες, ανοίξτε, και θα μπει το δίκαιο έθνος, αυτό που φυλάττει την αλήθεια.
3 Θα φυλάξεις σε τέλεια ειρήνη το πνεύμα που επιστηρίζεται επάνω σε σένα, επειδή, σε σένα έχει το θάρρος του.
4 Έχετε το θάρρος σας στον Κύριο, πάντοτε· επειδή, στον Κύριο τον Θεό υπάρχει αιώνια δύναμη.
5 Επειδή, ταπεινώνει αυτούς που κατοικούν ψηλά· γκρεμίζει την ψηλή πόλη· την γκρεμίζει μέχρις εδάφους· την καταβάλλει μέχρι το χώμα.
6 Το πόδι θα την καταπατήσει, τα πόδια τού φτωχού, τα βήματα του ενδεή.
7 Ο δρόμος τού δικαίου είναι ευθύτητα· εσύ, ευθύτατε, σταθμίζεις τον δρόμο τού δικαίου.
8 Ναι, στον δρόμο των κρίσεών σου, Κύριε, σε περιμείναμε· ο πόθος τής ψυχής μας είναι στο όνομά σου, και στην ενθύμησή σου.
9 Με την ψυχή μου σε πόθησα τη νύχτα· ναι, με το πνεύμα μου μέσα μου σε εκζήτησα το πρωί· επειδή, όταν οι κρίσεις σου είναι στη γη, οι κάτοικοι του κόσμου θα μάθουν δικαιοσύνη.
10 Και αν ακόμα ο ασεβής ελεηθεί, δεν θα μάθει δικαιοσύνη· στη γη τής ευθύτητας θα πράξει άδικα, και δεν θα κοιτάξει στη μεγαλειότητα του Κυρίου.
11 Το χέρι σου, Κύριε, υψώνεται, αυτοί, όμως, δεν θα δουν· θα δουν, πάντως, και θα καταντροπιαστούν· ο ζήλος, που είναι υπέρ του λαού σου, μάλιστα η φωτιά, που είναι ενάντια στους εχθρούς σου, θα τους καταφάει.
12 Κύριε, θα δώσεις σε μας ειρήνη· επειδή, εσύ έκανες και όλα μας τα έργα για μας.
13 Κύριε, ο Θεός μας, άλλοι κύριοι, εκτός από σένα, εξουσίασαν επάνω μας· αλλά, τώρα, μόνον με σένα θα αναφέρουμε το όνομά σου.
14 Πέθαναν, δεν θα αναζήσουν· έπαυσαν να ζουν, δεν θα αναστηθούν· γι' αυτό, επισκέφθηκες και τους εξολόθρευσες, και εξάλειψες ολόκληρη την ανάμνησή τους.
15 Πλήθυνες το έθνος, Κύριε, πλήθυνες το έθνος· δοξάστηκες· το μάκρυνες σε όλα τα έσχατα της γης.
16 Κύριε, στη θλίψη πρόστρεξαν σε σένα· ξέχυσαν στεναγμό, όταν η παιδεία σου ήταν επάνω τους.
17 Όπως η έγκυος γυναίκα, όταν πλησιάσει στη γέννα, κοιλοπονεί, φωνάζοντας μέσα στους πόνους της, έτσι γίναμε μπροστά σου, Κύριε.
18 Συλλάβαμε, κοιλοπονήσαμε, όμως σαν να γεννήσαμε άνεμο· δεν κατορθώσαμε καμιά απελευθέρωση στη γη· ούτε έπεσαν οι κάτοικοι του κόσμου.
19 Οι νεκροί σου θα ζήσουν, μαζί με το νεκρό μου σώμα θα αναστηθούν· σηκωθείτε και ψάλλετε, εσείς που κατοικείτε στο χώμα· επειδή, η δρόσος σου είναι σαν τη δρόσο των χόρτων, και η γη θα ξεπετάξει τούς νεκρούς.
20 Έλα, λαέ μου, μπες μέσα στα ταμεία σου, και κλείσε τις θύρες σου από πίσω σου· κρύψου για λίγο καιρό, μέχρις ότου περάσει η οργή.
21 Επειδή, δέστε, ο Κύριος βγαίνει από τον τόπο του για να παιδεύσει τούς κατοίκους τής γης εξαιτίας τής ανομίας τους· η δε γη θα ξεσκεπάσει τα αίματά της, και δεν θα σκεπάσει πλέον τους φονευμένους της.