Ησαΐας / Isaiah
1 Ζητήθηκα από εκείνους που δεν ρωτούσαν για μένα· βρέθηκα από εκείνους που δεν με ζητούσαν· είπα: Νάμαι εγώ, νάμαι εγώ, σε έθνος που δεν αποκαλείτο με το όνομά μου.
2 Όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου σε λαό απειθή, που περπατάει σε δρόμο όχι καλό, πίσω από τα διαβούλιά τους·
3 λαό που πάντοτε με παροξύνει, μπροστά στο πρόσωπό μου· που θυσιάζει σε κήπους, και θυμιάζει επάνω σε πλίθες·
4 που μένει μέσα στα μνήματα, και διανυχτερεύει μέσα σε απόκρυφους τόπους· που τρώει κρέας χοιρινό, και μέσα στα σκεύη του έχει ζωμό ακάθαρτων πραγμάτων·
5 που λέει: Μακριά από μένα, μη με αγγίξεις· επειδή, είμαι αγιότερος από σένα. Αυτοί είναι καπνός στους μυκτήρες μου, φωτιά που καίγεται όλη την ημέρα.
6 Δέστε, είναι γραμμένο μπροστά μου: Δεν θα σιωπήσω, αλλά θα ανταποδώσω, ναι, θα ανταποδώσω στους κόλπους τους,
7 τις ανομίες σας, και μαζί τις ανομίες των πατέρων σας, λέει ο Κύριος, αυτοί που θυμίασαν επάνω στα βουνά, και με βλασφήμησαν επάνω στους λόφους· γι' αυτό, θα αντιπληρώσω στον κόρφο τους τα απαρχής έργα τους.
8 Έτσι λέει ο Κύριος: Όπως όταν βρίσκεται γλεύκος μέσα στο σταφύλι, λένε: Μη το χαλάσεις, επειδή μέσα του είναι ευλογία· έτσι θα κάνω, χάρη των δούλων μου, για να μη εξολοθρεύσω όλους.
9 Και θα βγάλω σπέρμα από τον Ιακώβ, και κληρονόμον των βουνών μου από τον Ιούδα· και οι εκλεκτοί μου θα τα κληρονομήσουν, και οι δούλοι μου θα κατοικήσουν εκεί.
10 Και ο Σαρών θα είναι μάντρα των ποιμνίων, και η κοιλάδα τού Αχώρ τόπος για ανάπαυση σε αγέλες βοδιών, για τον λαό μου, που με ζητάει.
11 Εσάς, όμως, που εγκαταλείπετε τον Κύριο, που ξεχνάτε το άγιο βουνό μου, που ετοιμάζετε τραπέζι στον Γάδη, και που κάνετε σπονδή στον Μένη,
12 θα σας αριθμήσω για τη μάχαιρα, και όλοι θα σκύψετε στη σφαγή· επειδή, καλούσα, και δεν απαντούσατε· μιλούσα, και δεν ακούγατε· αλλά κάνατε μπροστά μου το κακό, και διαλέγατε εκείνο που δεν ήταν αρεστό σε μένα.
13 Γι' αυτό, έτσι λέει ο Κύριος, ο Θεός: Δέστε, οι δούλοι μου θα φάνε, εσείς όμως θα πεινάσετε· δέστε, οι δούλοι μου θα πιουν, εσείς όμως θα διψάσετε· δέστε, οι δούλοι μου θα ευφρανθούν, εσείς όμως θα ντροπιαστείτε·
14 δέστε, οι δούλοι μου θα αλαλάζουν με ευθυμία, εσείς όμως θα βοάτε με πόνο καρδιάς, και θα ολολύζετε από κατάθλιψη πνεύματος.
15 Και θα αφήσετε το όνομά σας στους εκλεκτούς μου για κατάρα· επειδή, ο Κύριος ο Θεός θα σε θανατώσει, και με άλλο όνομα θα ονομάσει τους δούλους του,
16 για να μακαρίζει τον εαυτό του στον Θεό τής αλήθειας, αυτός που μακαρίζει τον εαυτό του επάνω στη γη· και να ορκίζεται στον Θεό τής αλήθειας, αυτός που ορκίζεται επάνω στη γη· επειδή, οι προηγούμενες θλίψεις λησμονήθηκαν, και επειδή κρύφτηκαν από τα μάτια μου.
17 Επειδή, δέστε, κτίζω καινούργιους ουρανούς, και καινούργια γη· και δεν θα υπάρχει μνήμη των προηγούμενων ούτε θάρθουν στον νου.
18 Αλλά, ευφραίνεστε και χαίρεστε πάντοτε σ' εκείνο που κτίζω· επειδή, δέστε, κτίζω την Ιερουσαλήμ αγαλλίαμα, και τον λαό της ευφροσύνη.
19 Και θα αγάλλομαι στην Ιερουσαλήμ, και θα ευφραίνομαι στον λαό μου· και δεν θα ακουστεί μέσα σ' αυτή πλέον φωνή κλαυθμού, και φωνή κραυγής.
20 Δεν θα υπάρχει εκεί πλέον ολιγοήμερο βρέφος, και γέροντας που δεν συμπλήρωσε τις ημέρες του· επειδή, το παιδί θα πεθαίνει 100 χρόνων· ενώ ο αμαρτωλός 100 χρόνων θα είναι επικατάρατος.
21 Και θα οικοδομήσουν σπίτια, και θα κατοικήσουν· και θα φυτέψουν αμπελώνες, και θα φάνε τον καρπό τους.
22 Δεν θα κτίσουν αυτοί, και άλλος να κατοικήσει· δεν θα φυτέψουν αυτοί, και άλλος να φάει· επειδή, οι ημέρες τού λαού μου είναι όπως οι ημέρες τού δέντρου, και στους εκλεκτούς μου, το έργο των χεριών τους θα παλαιωθεί.
23 Δεν θα κοπιάζουν μάταια ούτε θα τεκνοποιούν για καταστροφή· επειδή, είναι σπέρμα των ευλογημένων τού Κυρίου, και οι έγγονοί τους μαζί τους.
24 Και πριν αυτοί κράξουν, εγώ θα αποκρίνομαι· και ενώ αυτοί μιλούν, εγώ θα ακούω.
25 Ο λύκος και το αρνί θα βόσκουν μαζί· και το λιοντάρι θα τρώει άχυρο, όπως το βόδι· το ψωμί, όμως, του φιδιού θα είναι το χώμα· σε ολόκληρο το άγιο βουνό μου δεν θα κάνουν ζημιά ούτε φθορά, λέει ο Κύριος.