Ησαΐας / Isaiah
1 Είθε να έσχιζες τους ουρανούς, να κατέβαινες, να διαλύονταν τα βουνά στην παρουσία σου,
2 σαν φωτιά που καίει θάμνους, σαν φωτιά που κάνει το νερό να κοχλάζει, για να γίνει το όνομά σου γνωστό στους εναντίους σου, να πιάσει τρόμος τα έθνη στην παρουσία σου!
3 Όταν έκανες πράγματα τρομερά, που δεν προσμέναμε, κατέβηκες, και τα βουνά διαλύθηκαν στην παρουσία σου.
4 Επειδή, οι άνθρωποι δεν έμαθαν εξαρχής, τα αυτιά τους δεν άκουσαν, τα μάτια τους δεν είδαν Θεό άλλον εκτός από σένα, που να έκανε τέτοια πράγματα σ' αυτούς που τον επικαλούνται.
5 Έρχεσαι σε συνάντηση εκείνου που ευφραίνεται και εργάζεται δικαιοσύνη, εκείνων που σε θυμούνται στους δρόμους σου· δες, οργίστηκες, επειδή εμείς αμαρτήσαμε· αν μέναμε μέσα σ' αυτούς, θα σωζόμασταν;
6 Όλοι, πραγματικά, γίναμε σαν ένα ακάθαρτο πράγμα, και όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο· γι' αυτό, όλοι πέσαμε σαν το φύλλο, και οι ανομίες μας μάς άρπαξαν όπως ο άνεμος.
7 Και δεν υπάρχει εκείνος που επικαλείται το όνομά σου, αυτός που σηκώνεται για να πιαστεί από σένα· επειδή, έκρυψες το πρόσωπό σου από μας, και μας αφάνισες, διαμέσου των ανομιών μας.
8 Αλλά, τώρα, Κύριε, εσύ είσαι ο Πατέρας μας· εμείς είμαστε ο πηλός, κι εσύ ο Πλάστης μας· και όλοι είμαστε το έργο των χεριών σου.
9 Μη οργίζεσαι υπερβολικά, Κύριε, ούτε να θυμάσαι πάντοτε την ανομία· και, τώρα, επίβλεψε, παρακαλούμε· όλοι είμαστε λαός σου.
10 Οι άγιες πόλεις σου έγιναν έρημοι, η Σιών έγινε έρημη, η Ιερουσαλήμ ερημωμένη.
11 Ο άγιός μας και ο ωραίος μας οίκος, μέσα στον οποίο σε δοξολογούσαν οι πατέρες μας, κατακάηκε με φωτιά· και όλα τα αγαπητά σε μας αφανίστηκαν.
12 Θα συγκρατήσεις, Κύριε, τον εαυτό σου σ' αυτά; Θα σιωπήσεις, και θα μας θλίψεις μέχρι μεγάλου βαθμού;