Ησαΐας / Isaiah
1 Αλλά, τώρα, άκου, δούλε μου Ιακώβ, και Ισραήλ, τον οποίο έκλεξα·
2 έτσι λέει ο Κύριος, που σε έκανε, και σε έπλασε από την κοιλιά, και θα σε βοηθήσει· Μη φοβάσαι, δούλε μου Ιακώβ, κι εσύ Ιεσουρούν, τον οποίο έκλεξα.
3 Επειδή, θα ξεχύνω νερό επάνω σ' αυτόν που διψάει, και ποταμούς επάνω στην ξηρά· θα ξεχύνω το πνεύμα μου επάνω στο σπέρμα σου, και την ευλογία μου επάνω στους εγγονούς σου·
4 και θα βλαστήσουν σαν ανάμεσα σε χορτάρι, σαν ιτιές κοντά στα ρυάκια των νερών.
5 Ο μεν ένας θα λέει: Εγώ είμαι του Κυρίου· ενώ ο άλλος θα ονομάζεται με το όνομα του Ιακώβ· και άλλος θα υπογράφεται με το χέρι του στον Κύριο, και θα επονομάζεται με το όνομα του Ισραήλ.
6 Έτσι λέει ο Κύριος, ο Βασιλιάς τού Ισραήλ, και ο Λυτρωτής του, ο Κύριος των δυνάμεων: Εγώ είμαι ο πρώτος, και εγώ ο έσχατος· και εκτός από μένα Θεός δεν υπάρχει.
7 Και ποιος είναι, όπως εγώ, θα κράξει και θα αναγγείλει, και θα διατάξει σε μένα, αφού σύστησα τον παλιό λαό; Και τα επερχόμενα και τα μέλλοντα, ας τους τα αναγγείλουν.
8 Μη φοβάστε ούτε να τρομάζετε· έκτοτε δεν σε έκανα να ακούσεις, και το ανήγγειλα; Εσείς, μάλιστα, είστε μάρτυρές μου· υπάρχει εκτός από μένα Θεός; Βέβαια, δεν υπάρχει βράχος· δεν γνωρίζω κανέναν.
9 Όσοι κατασκευάζουν είδωλα, είναι όλοι ματαιότητα· και τα πολυαγαπημένα τους είδωλα δεν ωφελούν· κι αυτοί είναι μάρτυρες γι' αυτά ότι δεν βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν, για να καταντροπιαστούν.
10 Ποιος έπλασε θεό ή έχυσε είδωλο, που δεν ωφελεί σε τίποτε;
11 Δέστε, όλοι οι σύντροφοί του θα ντροπιαστούν· και οι τεχνίτες, αυτοί είναι από ανθρώπους· ας συγκεντρωθούν όλοι μαζί· ας παρασταθούν· θα φοβηθούν, θα ντραπούν όλοι μαζί.
12 Ο χαλκουργός κόβει σίδερο, και εργάζεται στα κάρβουνα, και το μορφώνει με τα σφυριά, και το κατασκευάζει με τη δύναμη των βραχιόνων του· μάλιστα, πεινάει, και η δύναμή του αποκάμει· νερό δεν πίνει, και ατονεί.
13 Ο ξυλουργός απλώνει τον κανόνα, το σημειώνει με στάθμη, το εξομαλύνει με ροκάνια, και το σημειώνει με τον διαβήτη, και το κάνει σύμφωνα με την ανθρώπινη μορφή, σύμφωνα με την ανθρώπινη ωραιότητα, για να κατοικεί στο σπίτι.
14 Κόβει κέδρους για τον εαυτό του, και παίρνει το κυπαρίσσι και τη βελανιδιά, που διαλέγει για τον εαυτό του ανάμεσα στα δέντρα τού δάσους· φυτεύει ένα πεύκο, και η βροχή το αυξάνει.
15 Και θα είναι στον άνθρωπο χρήσιμο για κάψιμο· και απ' αυτό παίρνει και ζεσταίνεται· ακόμα, το καίει, και ψήνει ψωμί· επιπλέον, το κάνει θεό, και το προσκυνάει· το κάνει είδωλο, και γονατίζει μπροστά του.
16 Απ' αυτό, το μισό το καίει σε φωτιά, και με το άλλο μισό τρώει το κρέας· ψήνει το ψητό, και χορταίνει· και ζεσταίνεται, λέγοντας: Ω! Ζεστάσθηκα, είδα τη φωτιά·
17 κι αυτό που απέμεινε το κάνει θεό, το γλυπτό του· γονατίζει μπροστά του, και το προσκυνάει, και προσεύχεται σ' αυτό, και λέει: Λύτρωσέ με, επειδή είσαι ο θεός μου.
18 Δεν καταλαβαίνουν ούτε έχουν νόηση· επειδή, έκλεισε τα μάτια τους για να μη βλέπουν, και τις καρδιές τους για να μη καταλαβαίνουν.
19 Και κανένας δεν σκέφτεται στην καρδιά του ούτε υπάρχει μέσα του γνώση ούτε νόηση, ώστε να πει: «Απ' αυτό, το μισό το έκαψα σε φωτιά· ακόμα, έψησα ψωμί επάνω στα κάρβουνά του· έψησα κρέας, και έφαγα· ύστερα, το υπόλοιπό του θα το κάνω βδέλυγμα; Θα προσκυνήσω έναν κορμό δέντρου;».
20 Βόσκεται από στάχτη· η απατημένη καρδιά του τον αποπλάνησε, για να μη μπορεί να ελευθερώσει την ψυχή του ούτε να πει: Αυτό, που είναι στα δεξιά μου, δεν είναι ψέμα;
21 Θυμήσου αυτά, Ιακώβ και Ισραήλ· επειδή, είσαι δούλος μου· εγώ σε έπλασα· δούλος μου είσαι· Ισραήλ, δεν θα λησμονηθείς από μένα.
22 Εξάλειψα τις παραβάσεις σου, σαν πυκνή ομίχλη, και τις αμαρτίες σου, σαν σύννεφο· γύρνα σε μένα· επειδή, εγώ σε λύτρωσα.
23 Ψάλλετε, ουρανοί· επειδή, αυτό το έκανε ο Κύριος· αλαλάξτε, όσα είστε κάτω από τη γη· βγάλτε φωνή αγαλλίασης, βουνά, δάση, και όλα τα δέντρα που είναι σ' αυτά· επειδή, ο Κύριος λύτρωσε τον Ιακώβ, και δοξάστηκε στον Ισραήλ.
24 Έτσι λέει ο Κύριος, ο οποίος σε λύτρωσε, και σε έπλασε από την κοιλιά: Εγώ είμαι ο Κύριος, που δημιούργησα τα πάντα· ο μόνος που άπλωσα τους ουρανούς, που στερέωσα τη γη από μόνος μου·
25 που ματαιώνω τα σημάδια των ψευδολόγων, και κάνω τούς μάντεις παράφρονες· που ανατρέπω τούς σοφούς, και μωραίνω την επιστήμη τους·
26 που στερεώνω τον λόγο τού δούλου μου και εκπληρώνω τη βουλή των μηνυτών μου· που λέω στην Ιερουσαλήμ: Θα κατοικηθείς· και στις πόλεις τού Ιούδα: Θα ξαναχτιστείτε, και θα ανορθώσω τα ερείπιά του·
27 που λέω στην άβυσσο: Γίνε ξηρά, και θα ξεράνω τούς ποταμούς σου·
28 που λέω στον Κύρο: Αυτός είναι ο ποιμένας μου, και θα εκπληρώσει όλα τα θελήματά μου· και λέω στην Ιερουσαλήμ: Θα ξανακτιστείς· και στον ναό: Θα μπουν τα θεμέλιά σου.