Ησαΐας / Isaiah
1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο, ο Μερωδάχ-βαλαδάν, ο γιος τού Βαλαδάν, βασιλιάς τής Βαβυλώνας, έστειλε στον Εζεκία επιστολές και δώρα, όταν άκουσε ότι αρρώστησε, και ανέρρωσε.
2 Και ο Εζεκίας χάρηκε γι' αυτά, και τους έδειξε τον οίκο των πολύτιμων πραγμάτων του, το ασήμι, και το χρυσάφι, και τα αρώματα, και τα πολύτιμα μύρα, και ολόκληρη την οπλοθήκη του, και κάθε τι που βρισκόταν μέσα στους θησαυρούς του· δεν υπήρχε τίποτε μέσα στο παλάτι του ούτε κάτω από ολόκληρη την εξουσία του, που ο Εζεκίας δεν το έδειξε σ' αυτούς.
3 Και ο Ησαϊας ο προφήτης ήρθε στον βασιλιά Εζεκία, και του είπε: Τι λένε οι άνθρωποι αυτοί, και από πού ήρθαν σε σένα; Και ο Εζεκίας είπε: Έρχονται σε μένα από μια μακρινή γη, από τη Βαβυλώνα.
4 Και εκείνος είπε: Τι είδαν στο παλάτι σου; Και ο Εζεκίας απάντησε: Είδαν το κάθε τι που είναι μέσα στο παλάτι μου· δεν υπάρχει τίποτε στους θησαυρούς μου, που δεν τους το έδειξα.
5 Τότε, ο Ησαϊας είπε στον Εζεκία: Άκουσε τον λόγο τού Κυρίου των δυνάμεων:
6 Δες, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες το κάθε τι που είναι μέσα στο παλάτι σου, και ό,τι εναποταμίευσαν οι πατέρες σου μέχρι αυτή την ημέρα, θα μετακομιστεί στη Βαβυλώνα· δεν θα μείνει τίποτε, λέει ο Κύριος·
7 θα πάρουν και από τους γιους σου, που θα βγουν από σένα, τους οποίους θα γεννήσεις· και θα γίνουν ευνούχοι στο παλάτι τού βασιλιά τής Βαβυλώνας.
8 Τότε, ο Εζεκίας είπε στον Ησαϊα: Καλός ο λόγος τού Κυρίου, που μίλησες. Είπε ακόμα: Επειδή, θα υπάρχει ειρήνη και ασφάλεια στις ημέρες μου.