Ησαΐας / Isaiah
1 ΔΕΣΤΕ, ο δούλος μου, που υποστήριξα· ο εκλεκτός μου, στον οποίο η ψυχή μου ευαρεστήθηκε· έβαλα επάνω του το πνεύμα μου· θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη.
2 Δεν θα φωνάξει ούτε θα ανακράξει ούτε θα κάνει τη φωνή του να ακουστεί στους δρόμους.
3 Καλάμι σπασμένο δεν θα το συντρίψει, και λινάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει· θα εκφέρει κρίση με αλήθεια.
4 Δεν θα υποχωρήσει ούτε θα μικροψυχήσει, μέχρις ότου βάλει κρίση επάνω στη γη· και τα νησιά θα προσμένουν τον νόμο του.
5 Έτσι λέει ο Θεός ο Κύριος, αυτός που δημιούργησε τους ουρανούς, και τους άπλωσε· αυτός που στερέωσε τη γη, και όσα γεννιούνται απ' αυτή· αυτός που έδωσε πνοή στον λαό, που είναι επάνω σ' αυτή, και πνεύμα σ' αυτούς που περπατούν επάνω σ' αυτή.
6 Εγώ ο Κύριος σε κάλεσα με δικαιοσύνη, και θα κρατάω το χέρι σου, και θα σε διαφυλάττω, και θα σε κάνω διαθήκη τού λαού, φως των εθνών·
7 για να ανοίξεις τα μάτια των τυφλών, και να βγάλεις τούς δεσμίους από τα δεσμά, αυτούς που κάθονται μέσα σε σκοτάδι από το σπίτι τής φυλακής.
8 Εγώ είμαι ο Κύριος· αυτό είναι το όνομά μου· και δεν θα δώσω τη δόξα μου σε άλλον ούτε την αίνεσή μου στα γλυπτά.
9 Δέστε, ήρθαν τα εξαρχής· και εγώ αναγγέλλω νέα πράγματα· πριν αναφυτρώσουν, σας μιλάω γι' αυτά.
10 Ψάλλετε στον Κύριο ένα νέο τραγούδι, τη δόξα του από τα άκρα τής γης, εσείς που κατεβαίνετε στη θάλασσα, και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ' αυτή· τα νησιά, και όσοι κατοικούν σ' αυτά.
11 Η έρημος και οι πόλεις της, ας υψώσουν φωνή, οι κωμοπόλεις που τις κατοικεί ο Κηδάρ· ας ψάλλουν οι κάτοικοι της Σελά, ας αλαλάζουν από τις κορυφές των βουνών.
12 Ας δώσουν δόξα στον Κύριο, και ας αναγγείλουν την αίνεσή του στα νησιά.
13 Ο Κύριος θα βγει ως ισχυρός· θα διεγείρει ζήλο ως πολεμιστής· θα φωνάξει, μάλιστα θα βρυχήσει, θα υπερισχύσει ενάντια στους πολεμίους του.
14 Από πολύ καιρό σιώπησα· θα μείνω ήσυχος; Θα κρατήσω τον εαυτό μου; Τώρα θα φωνάξω, σαν αυτή που γεννάει· θα καταστρέψω και θα καταπιώ μαζί.
15 Θα ερημώσω βουνά και λόφους, και θα καταξεράνω κάθε χορτάρι τους· και θα κάνω τους ποταμούς νησιά, και θα ξεράνω τις λίμνες.
16 Και θα φέρω τούς τυφλούς από δρόμο που δεν ήξεραν, θα τους οδηγήσω σε μονοπάτια που δεν γνώριζαν· θα κάνω μπροστά τους το σκοτάδι φως, και τα στρεβλά ίσια. Αυτά τα πράγματα θα τους κάνω, και δεν θα τους εγκαταλείψω.
17 Στράφηκαν προς τα πίσω, καταντροπιάστηκαν αυτοί που έχουν το θάρρος τους στα γλυπτά, αυτοί που λένε στα χωνευτά: Εσείς είστε οι θεοί μας.
18 Ακούστε, ω κουφοί· κι ανοίξτε τα μάτια σας, ω τυφλοί, για να δείτε.
19 Ποιος είναι τυφλός, παρά ο δούλος μου; Ή, κουφός, παρά ο μηνυτής μου, που εγώ έστειλα; Ποιος είναι τυφλός, παρά ο τέλειος; Και ποιος είναι τυφλός, παρά ο δούλος τού Κυρίου;
20 Βλέπεις πολλά, αλλά δεν παρατηρείς· ανοίγεις τα αυτιά, αλλά δεν ακούς.
21 Ο Κύριος έδειξε σ' αυτόν εύνοια ένεκα της δικαιοσύνης του· θα μεγαλύνει τον νόμο του, και θα τον καταστήσει έντιμο.
22 Όμως, αυτός είναι λαός διαρπαγμένος και γυμνωμένος· όλοι είναι παγιδευμένοι σε σπήλαια, και κρυμμένοι στις φυλακές· είναι λάφυρο, και δεν υπάρχει αυτός που να λυτρώνει· διάρπαγμα, και κανένας που να λέει: Επίστρεψέ το.
23 Ποιος από σας θα δώσει σ' αυτό ακρόαση; Θα προσέξει και θα ακούσει στο διάστημα μετά απ' αυτά;
24 Ποιος παρέδωσε τον Ιακώβ σε διαρπαγή, και τον Ισραήλ σε λεηλατητές; Όχι ο Κύριος, αυτός στον οποίο αμαρτήσαμε; Επειδή, δεν θέλησαν να περπατήσουν στους δρόμους του ούτε υπάκουσαν στον νόμο του.
25 Γι' αυτό, ξέχυσε επάνω σ' αυτόν τη σφοδρότητα της οργής του, και την ορμή τού πολέμου· και τον έβαλε σε φλόγες από παντού, αλλ' αυτός δεν κατάλαβε· και τον έκαψε, αλλ' αυτός δεν το έβαλε στην καρδιά του.