Ησαΐας / Isaiah
1 ΑΝΑΒΟΗΣΕ δυνατά, μη λυπηθείς· ύψωσε τη φωνή σου σαν σάλπιγγα, και ανάγγειλε στον λαό μου τις ανομίες τους, και στον οίκο Ιακώβ τις αμαρτίες τους.
2 Με ζητούν, όμως, καθημερινά, και επιθυμούν να μαθαίνουν τους δρόμους μου, σαν έθνος που έκανε δικαιοσύνη, και δεν εγκατέλειψε την κρίση τού Θεού του· ζητούν από μένα κρίσεις δικαιοσύνης· επιθυμούν να πλησιάζουν τον Θεό.
3 Γιατί νηστέψαμε, λένε, και δεν είδες; Ταλαιπωρήσαμε την ψυχή μας, και δεν γνώρισες; Δέστε, κατά την ημέρα τής νηστείας σας βρίσκετε ηδονή, και καταθλίβετε όλους τους μισθωτούς σας.
4 Δέστε, νηστεύετε για δίκες και φιλονικίες, και γρονθοκοπάτε με ασέβεια· για να ακουστεί από πάνω η φωνή σας, μη νηστεύετε όπως αυτή την ημέρα.
5 Τέτοια είναι η νηστεία που εγώ διάλεξα; Να ταλαιπωρεί ο άνθρωπος την ψυχή του μία ημέρα; Να γέρνει το κεφάλι του σαν σπάρτο, και να στρώνει από κάτω σάκο και στάχτη για τον εαυτό του; Νηστεία θα το ονομάσεις αυτό και ημέρα δεκτή στον Κύριο;
6 Η νηστεία που εγώ διάλεξα, δεν είναι τούτη; Το να λύνεις τούς δεσμούς της κακίας, το να διαλύεις βαριά φορτία, και το να αφήνεις ελεύθερους τους καταδυναστευμένους, και το να συντρίβεις κάθε ζυγό;
7 Δεν είναι το να μοιράζεις το ψωμί σου σ' αυτόν που πεινάει, και να βάζεις μέσα στο σπίτι σου τους άστεγους φτωχούς; Όταν βλέπεις τον γυμνό, να τον ντύνεις, και να μη κρύβεις τον εαυτό σου από τη σάρκα σου;
8 Τότε, το φως σου θα εκλάμψει σαν την αυγή, και η υγεία σου γρήγορα θα βλαστήσει· και η δικαιοσύνη σου θα προπορεύεται μπροστά σου· η δόξα τού Κυρίου θα είναι η οπισθοφυλακή σου.
9 Τότε, θα κράζεις, και ο Κύριος θα απαντάει· θα φωνάζεις, και εκείνος θα λέει: Δες, νάμαι, εγώ. Αν βγάλεις από ανάμεσά σου τον ζυγό, την ανάταση του δαχτύλου, και τα μάταια λόγια·
10 και ανοίγεις την ψυχή σου σ' εκείνον που πεινάει, και ευχαριστείς τη θλιμμένη ψυχή· τότε, το φως σου θα ανατέλλει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι σου θα είναι σαν μεσημέρι.
11 Και ο Κύριος θα σε οδηγεί πάντοτε, και θα χορταίνει την ψυχή σου μέσα σε ανομβρίες, και θα παχύνει τα κόκαλά σου· και θα είσαι σαν κήπος που ποτίζεται, και σαν πηγή νερού, που τα νερά της δεν στερεύουν.
12 Κι αυτοί που είναι από σένα, θα οικοδομήσουν τις παλιές ερημώσεις· θα ανεγείρεις τα θεμέλια πολλών γενεών· και θα ονομαστείς: Ο Επιδιορθωτής των χαλασμάτων, ο Ανορθωτής των δρόμων για την κατοίκηση.
13 Αν αποστρέψεις το πόδι σου από το σάββατο, από το να κάνεις τα θελήματά σου μέσα στην άγια ημέρα μου, και ονομάζεις το σάββατο απόλαυση, άγια ημέρα τού Κυρίου, αξιοτίμητη, και το τιμάς, χωρίς να ακολουθείς τους δρόμους σου ούτε να βρίσκεις σ' αυτό το θέλημά σου ούτε να μιλάς τα δικά σου λόγια,
14 τότε, θα εντρυφάς στον Κύριο· και εγώ θα σε κάνω να ιππεύσεις επάνω στους ψηλούς τόπους τής γης, και θα σε θρέψω με την κληρονομία τού πατέρα σου Ιακώβ· επειδή, το στόμα τού Κυρίου μίλησε.