Ιώβ / Job
1 Η ψυχή μου αηδίασε τη ζωή μου· θα παραδοθώ στο παράπονό μου· θα μιλήσω μέσα από την πικρία της ψυχής μου.
2 Θα πω στον Θεό: Μη με καταδικάσεις· δείξε μου γιατί με δικάζεις.
3 Είναι καλό σε σένα να καταθλίβεις, να καταφρονείς το έργο των χεριών σου, και να ευοδώνεις τη βουλή των ασεβών;
4 Έχεις μάτια σάρκας; Ή, βλέπεις όπως βλέπει ο άνθρωπος;
5 Ανθρώπινος είναι ο βίος σου; Ή, τα χρόνια σου είναι σαν ημέρες ανθρώπου,
6 ώστε αναζητάς την ανομία μου, διερευνάς την αμαρτία μου;
7 Ενώ ξέρεις ότι δεν ασέβησα· και δεν υπάρχει κάποιος που να ελευθερώνει από τα χέρια σου.
8 Τα χέρια σου με μόρφωσαν, και ολόκληρον με έπλασαν, ολόγυρα· και με καταστρέφεις.
9 Θυμήσου, παρακαλώ, ότι με έκανες σαν πηλό· και θα με ξαναφέρεις στο χώμα.
10 Δεν με άρμεξες σαν γάλα, και με έπηξες σαν τυρί;
11 Με έντυσες με δέρμα και σάρκα, και με περιέφραξες με κόκαλα και νεύρα.
12 Μου χάρισες ζωή και έλεος, και η επίσκεψή σου φύλαξε το πνεύμα μου·
13 αυτά, όμως, έκρυβες στην καρδιά σου· ξέρω ότι αυτό είχες κατά νουν.
14 Αν αμαρτήσω, με παραφυλάττεις, και δεν θα με αθωώσεις από την ανομία μου.
15 Αν ασεβήσω, αλλοίμονο σε μένα· και αν είμαι δίκαιος, δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου. Είμαι γεμάτος από ατιμία· δες, λοιπόν, τη θλίψη μου,
16 επειδή, αυξάνει. Με κυνηγάς σαν άγριο λιοντάρι· και καθώς γυρίζεις δείχνεσαι εναντίον μου θαυμαστός.
17 Ανανεώνεις τους μάρτυρές σου εναντίον μου, και πληθαίνεις την οργή σου εναντίον μου· αλλαγές στρατεύματος γίνονται επάνω μου.
18 Γιατί, λοιπόν, με έβγαλες από τη μήτρα; Είθε να ξεψυχούσα, και να μη με έβλεπε μάτι!
19 Θα ήμουν σαν κάποιον που δεν υπήρξε· θα με έφερναν από τη μήτρα στον τάφο.
20 Δεν είναι λίγες οι ημέρες μου; Σταμάτα, λοιπόν, και άφησέ με, για να συνέλθω λίγο,
21 πριν πάω απ' όπου δεν θα επιστρέψω, σε γη σκοταδιού και σκιάς θανάτου·
22 σε γη σκοτεινή, σαν το σκοτάδι της σκιάς τού θανάτου, όπου δεν υπάρχει τάξη, και το φως είναι σαν το σκοτάδι.