Ιώβ / Job
1 ΚΑΙ ο Ιώβ απάντησε και είπε:
2 Αληθινά, ξέρω ότι έτσι έχει το πράγμα· αλλά, πώς θα δικαιωθεί ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό;
3 Αν θελήσει να διαδικαστεί μαζί του, δεν μπορεί να του απαντήσει σε ένα από χίλια.
4 Είναι σοφός στην καρδιά, και κραταιός σε δύναμη· ποιος σκληρύνθηκε εναντίον του και ευτύχησε;
5 Αυτός μετακινεί τα βουνά, και δεν γνωρίζουν ποιος τα έστρεψε στην οργή του.
6 Αυτός σείει τη γη από τον τόπο της, και οι στύλοι της σαλεύονται.
7 Αυτός προστάζει τον ήλιο, και δεν ανατέλλει· και κρύβει τα αστέρια κάτω από σφραγίδα.
8 Αυτός μόνος εκτείνει τους ουρανούς, και πατάει επάνω στα ύψη τής θάλασσας.
9 Αυτός κάνει τον Αρκτούρο, τον Ωρίωνα και την Πλειάδα, και τα ταμεία τού Νότου.
10 Αυτός κάνει ανεξιχνίαστα μεγαλεία, και αναρίθμητα θαυμάσια.
11 Δέστε, διαβαίνει κοντά μου, και δεν τον βλέπω· περνάει ανάμεσα, και δεν τον αντιλαμβάνομαι.
12 Δέστε, αφαιρεί· ποιος θα τον εμποδίσει; Ποιος θα του πει: Τι κάνεις;
13 Αν ο Θεός δεν αποσύρει την οργή του, οι φουσκωμένοι από υπερηφάνεια βοηθοί καταβάλλονται από κάτω του.
14 Πόσο λιγότερο θα του απαντούσα εγώ, διαλέγοντας απέναντί του τα λόγια μου;
15 Στον οποίο, και αν ήμουν δίκαιος, δεν θα απαντούσα, αλλά θα ζητούσα έλεος από τον Κριτή μου.
16 Αν κράξω, και μου απαντήσει, δεν θα πίστευα ότι εισάκουσε τη φωνή μου.
17 Επειδή, με κατασυντρίβει με ανεμοστρόβιλο, και πληθαίνει τις πληγές μου χωρίς αιτία.
18 Δεν με αφήνει να αναπνεύσω, αλλά με χορταίνει με πικρία.
19 Αν πρόκειται για δύναμη, να, είναι δυνατός· και αν για κρίση, ποιος θα δώσει μαρτυρία για μένα;
20 Αν ήθελα να δικαιώσω τον εαυτό μου, το στόμα μου θα με καταδίκαζε· αν έλεγα: Είμαι άμεμπτος, θα με αποδείκνυε διεφθαρμένον.
21 Και αν ήμουν άμεμπτος, δεν θα φρόντιζα για τον εαυτό μου· θα καταφρονούσα τη ζωή μου.
22 Ένα είναι αυτό, γι' αυτό είπε: Αυτός αφανίζει και τον άμεμπτο και τον ασεβή.
23 Και αν η μάστιγά του θανατώνει αμέσως, γελάει στη δοκιμασία των αθώων.
24 Η γη παραδόθηκε στα χέρια τού ασεβή· αυτός σκεπάζει τα πρόσωπα των κριτών της· αν όχι αυτός, πού και ποιος είναι;
25 Και οι ημέρες μου είναι ταχύτερες από ταχυδρόμο· φεύγουν, και δεν βλέπουν καλό.
26 Πέρασαν σαν πλοία που σπεύδουν· σαν αετός που πετάει επάνω στο θήραμα.
27 Αν πω: Θα ξεχάσω το παράπονό μου, θα εγκαταλείψω το πένθος μου, και θα παρηγορηθώ·
28 τρομάζω για όλες τις θλίψεις μου, γνωρίζοντας ότι δεν θα με αθωώσεις.
29 Είμαι ασεβής· γιατί, λοιπόν, να κοπιάζω μάταια;
30 Αν λουστώ με χιονόνερο, και καθαρίσω τα χέρια μου με επιμέλεια·
31 εσύ, όμως, θα με βυθίσεις στον βούρκο, ώστε και τα ίδια μου τα ιμάτια θα με σιχαίνονται.
32 Επειδή, δεν υπάρχει άνθρωπος όπως εγώ, για να του απαντήσω, και νάρθουμε μαζί σε κρίση.
33 Δεν υπάρχει μεσίτης ανάμεσά μας, για να βάλει το χέρι του επάνω και στους δυο μας.
34 Ας απομακρύνει τη ράβδο του από μένα· και ο φόβος του ας μη με εκπλήττει·
35 τότε, θα μιλήσω, και δεν θα τον φοβηθώ· επειδή, έτσι, δεν είμαι στον εαυτό μου.