Ιώβ / Job
1 Ο βίος του ανθρώπου δεν είναι εκστρατεία επάνω στη γη; Οι ημέρες του δεν είναι σαν τις ημέρες ενός μισθωτού;
2 Όπως ο δούλος επιποθεί τη σκιά, και όπως ο μισθωτός περιμένει τον μισθό του,
3 έτσι κι εγώ πήρα για κληρονομιά μήνες ματαιότητας, και μου διορίστηκαν νύχτες οδυνηρές.
4 Όταν πλαγιάζω, λέω: Πότε θα σηκωθώ, και πότε θα περάσει η νύχτα; Και είμαι γεμάτος από ανησυχία μέχρι την αυγή.
5 Η σάρκα μου είναι ντυμένη ολόγυρα με σκουλήκια και βώλους από χώμα· το δέρμα μου ξεσχίζεται, και τρέχει υγρό.
6 Οι ημέρες μου είναι ταχύτερες από την κερκίδα τού υφαντή, και χάνονται χωρίς ελπίδα.
7 Θυμήσου ότι, η ζωή μου είναι άνεμος· το μάτι μου δεν γυρίζει πίσω για να δει αγαθό.
8 Το μάτι εκείνου που με βλέπει δεν θα με δει ξανά· τα μάτια σου είναι επάνω μου, κι εγώ δεν υπάρχω.
9 Όπως το σύννεφο διαλύεται και χάνεται, έτσι κι αυτός που κατεβαίνει στον τάφο δεν θα ξανανέβει·
10 δεν θα γυρίσει πλέον στο σπίτι του, και ο τόπος του δεν θα τον γνωρίσει πλέον.
11 Γι' αυτό, εγώ δεν θα κρατήσω το στόμα μου· θα μιλήσω μέσα στην αγωνία τού πνεύματός μου· θα θρηνολογήσω μέσα στην πικρία τής ψυχής μου.
12 Θάλασσα είμαι ή κήτος, ώστε έβαλες επάνω μου φύλακα;
13 Όταν λέω: Το κρεβάτι μου θα με παρηγορήσει, το στρώμα μου θα ελαφρύνει το παράπονό μου,
14 τότε, με φοβίζεις με όνειρα, και με καταπλήσσεις με οράσεις·
15 και η ψυχή μου διαλέγει αγχόνη, και θάνατο, παρά τα κόκαλά μου.
16 Αηδίασα· δεν θα ζήσω παντοτινά· παραιτήσου από μένα· επειδή, οι ημέρες μου είναι ματαιότητα.
17 Τι είναι ο άνθρωπος ώστε τον μεγαλύνεις, και βάζεις τον νου σου επάνω του;
18 Και τον επισκέπτεσαι κάθε πρωινό, και τον δοκιμάζεις κάθε στιγμή;
19 Μέχρι πότε δεν θα αποσυρθείς από πάνω μου, και δεν θα με αφήσεις, μέχρι να καταπιώ το σάλιο μου;
20 Αμάρτησα· τι μπορώ να κάνω σε σένα, Διατηρητή του ανθρώπου; Γιατί με έβαλες σημάδι σου, και είμαι βάρος στον εαυτό μου;
21 Και γιατί δεν συγχωρείς την παράβασή μου, και δεν αφαιρείς την ανομία μου; Επειδή, ύστερα από λίγο θα κοιμάμαι στο χώμα· και το πρωί θα με αναζητήσεις, αλλά δεν θα υπάρχω.