Ιώβ / Job
1 ΚΑΙ ο Ιώβ απάντησε, και είπε:
2 Και τη σημερινή ημέρα είναι πικρό το παράπονό μου· η πληγή μου είναι βαρύτερη από τον στεναγμό μου.
3 Είθε να ήξερα πού να τον βρω! Θα πήγαινα μέχρι τον θρόνο του·
4 θα εξέθετα μπροστά του κρίση, και θα γέμιζα το στόμα μου με αποδείξεις·
5 θα γνώριζα τα λόγια, που θα μου αποκρινόταν, και θα καταλάβαινα τι θα μου έλεγε.
6 Μήπως θα διαμάχεται μαζί μου με πλήθος δύναμης; Όχι· αλλά, θα έβαζε σε μένα την προσοχή του.
7 Τότε, ο δίκαιος μπορούσε να συζητήσει μαζί του· και θα ελευθερωνόμουν από τον κριτή μου για πάντα.
8 Δέστε, πηγαίνω μπροστά, αλλά δεν είναι· και πίσω, αλλά δεν τον βλέπω·
9 στα αριστερά, όταν εργάζεται, αλλά δεν μπορώ να τον δω· κρύβεται στα δεξιά, και δεν τον βλέπω.
10 Γνωρίζει, όμως, τον δρόμο μου· με δοκίμασε· θα βγω σαν χρυσάφι.
11 Το πόδι μου ενέμεινε στα βήματά του· φύλαξα τον δρόμο του, και δεν ξέκλινα·
12 την εντολή των χειλέων του, και δεν οπισθοδρόμησα· διατήρησα τα λόγια τού στόματός του, περισσότερο παρά την αναγκαία τροφή μου.
13 Επειδή, αυτός είναι με μια βουλή· και ποιος μπορεί να τον αποτρέψει; Και ό,τι επιθυμεί η ψυχή του, το κάνει.
14 Δεδομένου ότι, εκτελεί αυτό που ορίστηκε σε μένα· και πολλά τέτοια υπάρχουν μαζί του.
15 Γι' αυτό, καταπλήσσομαι μπροστά στο πρόσωπό του· συλλογίζομαι, και φρίττω μπροστά του.
16 Επειδή, ο Θεός μαλάκωσε την καρδιά μου, και ο Παντοδύναμος με κατέπληξε·
17 για τον λόγο ότι, δεν αποκόπηκα μπροστά στο σκοτάδι, και δεν έκρυψε το πυκνό σκοτάδι από το πρόσωπό μου.