Ιώβ / Job
1 ΚΑΙ ο Ιώβ εξακολούθησε την παραβολή του, και είπε:
2 Ο Θεός ζει, αυτός που απέβαλε την κρίση μου, και ο Παντοδύναμος, αυτός που πίκρανε την ψυχή μου,
3 ότι, ολόκληρο τον καιρό, ενόσω η πνοή μου είναι μέσα μου, και το πνεύμα τού Θεού στους μυκτήρες μου,
4 τα χείλη μου δεν θα μιλήσουν αδικία, και η γλώσσα μου δεν θα μελετήσει δόλο.
5 Μη γένοιτο σε μένα να σας δικαιώσω· μέχρι να εκπνεύσω, δεν θα απομακρύνω από μένα την ακεραιότητά μου.
6 Θα κρατώ τη δικαιοσύνη μου, και δεν θα την αφήσω· η καρδιά μου δεν θα με ελέγξει ενόσω ζω.
7 Ο εχθρός μου να είναι σαν τον ασεβή, κι αυτός που σηκώνεται εναντίον μου σαν τον παράνομο.
8 Επειδή, ποια η ελπίδα τού υποκριτή, αν και πλεονέκτησε, όταν ο Θεός αποσπάει την ψυχή του;
9 Άραγε, ο Θεός θα ακούσει την κραυγή του, όταν θάρθει επάνω του συμφορά;
10 Θα ευφραίνεται στον Παντοδύναμο; Θα επικαλείται τον Θεό σε κάθε καιρό;
11 Θα σας διδάξω τι είναι στο χέρι του Θεού· ό,τι είναι από τον Παντοδύναμο, δεν θα το κρύψω.
12 Δέστε, εσείς όλοι έχετε δει· γιατί, λοιπόν, είστε ολοκληρωτικά τόσο μάταιοι;
13 Αυτό είναι από τον Θεό η μερίδα τού ασεβή ανθρώπου, και η κληρονομιά των δυναστών, που θα πάρουν από τον Παντοδύναμο.
14 Αν οι γιοι του πολλαπλασιαστούν, προορίζονται για τη ρομφαία· και οι έγγονοί του δεν θα χορτάσουν ψωμί.
15 Εκείνοι που του εναπέμειναν, θα ταφούν μέσα σε θάνατο· και οι χήρες του δεν θα κλάψουν.
16 Και αν επισωρεύσει ασήμι σαν το χώμα, και ετοιμάσει ιμάτια σαν τον πηλό·
17 μπορεί μεν να ετοιμάσει, εντούτοις θα τα ντυθεί ο δίκαιος· και ο αθώος θα μοιραστεί το ασήμι.
18 Χτίζει το σπίτι του σαν το σαράκι, και σαν καλύβα που κάνει ο αγροφύλακας.
19 Πλαγιάζει πλούσιος, όμως, δεν θα συναχθεί· ανοίγει τα μάτια του, και δεν υπάρχει.
20 Τον πιάνουν τρόμοι σαν νερά, τον αρπάζει ανεμοστρόβιλος τη νύχτα.
21 Τον σηκώνει ανατολικός άνεμος, και πάει· και τον αποσπάει από τον τόπο του.
22 Επειδή, ο Θεός θα ρίξει εναντίον του συμφορές, και δεν θα λυπηθεί· σπεύδει να φύγει από το χέρι του.
23 Θα χτυπήσει επάνω του τα χέρια, και θα τον φυσήξει με συριγμό από τον τόπο του.