Ιώβ / Job
1 Και ο Ελιού επανέλαβε, και είπε:
2 Στοχάζεσαι ότι είναι σωστό αυτό, που είπες: Είμαι δικαιότερος από τον Θεό;
3 Επειδή, είπες: Ποια ωφέλεια θα είναι σε σένα; Ποιο κέρδος θα πάρω απ' αυτό, μάλλον παρά από την αμαρτία μου;
4 Εγώ θα απαντήσω σε σένα, και στους φίλους σου μαζί με σένα.
5 Κοίταξε επάνω στους ουρανούς, και δες· και παρατήρησε τα σύννεφα, πόσο ψηλότερα είναι από σένα.
6 Αν αμαρτάνεις, τι κάνεις εναντίον του; Ή, αν οι παραβάσεις σου πολλαπλασιαστούν, τι κατορθώνεις εναντίον του;
7 Αν είσαι δίκαιος, τι θα του δώσεις; Ή, τι θα πάρει από το χέρι σου;
8 Η ασέβειά σου μπορεί να βλάψει έναν άνθρωπο σαν κι εσένα· και η δικαιοσύνη σου μπορεί να ωφελήσει έναν γιο ανθρώπου.
9 Από το πλήθος αυτών που καταθλίβουν, καταβοούν· εξαιτίας τού βραχίονα των ισχυρών, κραυγάζουν·
10 αλλά, κανένας δεν λέει: Πού είναι ο Θεός, ο Δημιουργός μου, ο οποίος δίνει τραγούδια μέσα στη νύχτα,
11 ο οποίος μας συνετίζει περισσότερο από τα κτήνη τής γης, και μας σοφίζει περισσσότερο από τα πουλιά τού ουρανού;
12 Εκεί βοούν για την υπερηφάνεια των πονηρών· όμως, δεν θα απαντήσει.
13 Ο Θεός, βέβαια, δεν θα εισακούσει τη ματαιολογία ούτε θα επιβλέψει σ' αυτή ο Παντοδύναμος·
14 πόσο λιγότερο, όταν εσύ λες, ότι δεν θα τον δεις· η κρίση, όμως, είναι μπροστά του· γι' αυτό, έχε το θάρρος σου επάνω σ' αυτόν.
15 Αλλά, τώρα, επειδή δεν έκανε επίσκεψη στον θυμό του, και δεν παρατήρησε με μεγάλη αυστηρότητα,
16 γι' αυτό, ο Ιώβ ανοίγει μάταια το στόμα του· επισωρεύει λόγια από έλλειψη γνώσης.