Ιώβ / Job
1 Τώρα, όμως, οι νεότεροί μου σε ηλικία με περιγελούν, τους πατέρες των οποίων δεν θα καταδεχόμουν να βάλω μαζί με τα σκυλιά τού κοπαδιού μου.
2 Και σε τι, πραγματικά, θα μπορούσε να με ωφελήσει η δύναμη των χεριών τους, στους οποίους η δύναμη τελείωσε;
3 Ήσαν απομονωμένοι από ανέχεια και πείνα· έφευγαν σε γη άνυδρη, σκοτεινή, αφανισμένη, και έρημη·
4 για τροφή τους έκοβαν μολόχα κοντά στους θάμνους, και τη ρίζα από τις αρκεύθους.
5 Ήσαν διωγμένοι μέσα από τους ανθρώπους· φώναζαν εναντίον τους σαν σε κλέφτες.
6 Κατοικούσαν στους γκρεμούς των χειμάρρων, στις τρύπες τής γης, και στους βράχους.
7 Γκάριζαν ανάμεσα στους θάμνους· μαζεύονταν ανάμεσα στ' αγκάθια·
8 γιοι αφρόνων και γιοι χωρίς όνομα, διωγμένοι μέσα από τη γη.
9 Και, τώρα, εγώ είμαι το διασκεδαστικό τους τραγούδι, είμαι και η παροιμία τους.
10 Με σιχαίνονται, απομακρύνονται από μένα, και δεν συστέλλονται να φτύνουν στο πρόσωπό μου.
11 Επειδή, ο Θεός διέλυσε την υπεροχή μου, και με έθλιψε, απέρριψαν κι αυτοί από μπροστά μου το χαλινάρι.
12 Από τα δεξιά σηκώνονται οι νέοι· απωθούν τα πόδια μου, και ετοιμάζουν εναντίον μου τους ολέθριους δρόμους τους.
13 Ανατρέπουν τον δρόμο μου, και αυξάνουν τη συμφορά μου, χωρίς να έχουν βοηθό.
14 Εφορμούν σαν δυνατή πλημμύρα, επάνω στην ερήμωσή μου κυλίονται ολόγυρα.
15 Τρόμοι στράφηκαν επάνω μου· σαν άνεμος καταδιώκουν την ψυχή μου· και η σωτηρία μου παρέρχεται σαν σύννεφο.
16 Και, τώρα, η ψυχή μου ξεχύθηκε μέσα μου· με κατέλαβαν ημέρες θλίψης.
17 Τη νύχτα τα κόκαλά μου διαπερνιούνται μέσα μου, και τα νεύρα μου δεν αναπαύονται.
18 Από την υπερβολική δύναμη αλλοιώθηκε το ένδυμά μου· με περισφίγγει σαν το περιλαίμιο του χιτώνα μου.
19 Με έρριξε στη λάσπη, και ομοιώθηκα με χώμα και σκόνη.
20 Κράζω σε σένα, και δεν μου απαντάς· στέκομαι όρθιος, και παραβλέπεις.
21 Έγινες σε μένα ανελεήμονας· με μαστιγώνεις με το κραταιό σου χέρι.
22 Με σήκωσες επάνω στον άνεμο· με ανέβασες επάνω, και διέλυσες την ουσία μου.
23 Ξέρω μεν ότι θα με φέρεις σε θάνατο, και στον οίκο, που είναι προσδιορισμένος για κάθε ζωντανόν άνθρωπο.
24 Αλλά, δεν θα απλώσει χέρι στον τάφο, αν κράζουν σ' αυτόν όταν αφανίζει.
25 Δεν έκλαψα εγώ γι' αυτόν που ήταν μέσα σε σκληρές ημέρες, και δεν λυπήθηκε η ψυχή μου για τον φτωχό;
26 Ενώ περίμενα καλό, τότε ήρθε το κακό· κι ενώ ανέμενα το φως, τότε ήρθε το σκοτάδι.
27 Τα εντόσθιά μου έβρασαν, και δεν αναπαύθηκαν· ημέρες θλίψης με πρόφτασαν.
28 Περπάτησα μελαψός, όχι από ήλιο· σηκώθηκα, βόησα μέσα σε σύναξη.
29 Έγινα αδελφός των δρακόντων και σύντροφος των στρουθοκάμηλων.
30 Το δέρμα μου μαύρισε επάνω μου, και τα κόκαλά μου κατακάηκαν από τη φλόγωση.
31 Και η κιθάρα μου μεταβλήθηκε σε πένθος, και το όργανό μου σε φωνή ανθρώπων που κλαίνε.