Ιώβ / Job
1 Έκανα συνθήκη με τα μάτια μου· και πώς να έχω τον στοχασμό μου επάνω σε παρθένα;
2 Και ποιο είναι το μερίδιο από πάνω, από τον Θεό; Και η κληρονομιά του Παντοδύναμου από τους ψηλούς τόπους;
3 Όχι αφανισμός για τον ασεβή; Και ταλαιπωρία για τους εργάτες τής ανομίας;
4 Αυτός δεν βλέπει τους δρόμους μου, και δεν μετράει όλα τα βήματά μου;
5 Αν περπάτησα με ψέμα ή το πόδι μου έσπευσε σε δόλο,
6 ας με ζυγίσει με τη στάθμη τής δικαιοσύνης, και ο Θεός ας γνωρίσει την ακεραιότητά μου·
7 αν το βήμα μου εκτράπηκε από τον δρόμο, και η καρδιά μου επακολούθησε τα μάτια μου, και αν κάποια κηλίδα κόλλησε στα χέρια μου·
8 να σπείρω, και άλλος να φάει· και τα εγγόνια μου να ξεριζωθούν.
9 Αν η καρδιά μου απατήθηκε από γυναίκα ή παραμόνεψα στην πόρτα τού πλησίον μου,
10 η γυναίκα μου να αλέσει για άλλον, και άλλοι να πέσουν επάνω της.
11 Επειδή, αυτό είναι μιαρό ανόμημα, και καταδικάσιμο αμάρτημα·
12 επειδή, είναι φωτιά που κατατρώει μέχρι αφανισμού, και θα ξερίζωνε όλα τα γεννήματά μου.
13 Αν καταφρόνησα την κρίση τού δούλου μου ή της δούλης μου, όταν είχαν διαφορά μαζί μου,
14 τι θα κάνω τότε, όταν εγερθεί ο Θεός; Και όταν κάνει επίσκεψη, τι θα του απαντήσω;
15 Αυτός που με δημιούργησε στην κοιλιά, δεν δημιούργησε κι εκείνον; Και ο ίδιος δεν μας έδωσε μορφή μέσα στη μήτρα;
16 Αν αρνήθηκα την επιθυμία των φτωχών ή μάρανα τα μάτια τής χήρας,
17 ή έφαγα το ψωμί μου μόνος, και ο ορφανός δεν έφαγε απ' αυτό·
18 (επειδή, ο μεν, τρεφόταν μαζί μου από τη νιότη μου, σαν μαζί με πατέρα, την δε, οδήγησα από την κοιλιά τής μητέρας μου)·
19 αν είδα κάποιον να χάνεται για έλλειψη ενδύματος ή φτωχό χωρίς σκέπασμα,
20 αν τα νεφρά του δεν με ευλόγησαν, και δεν θερμάνθηκε με το μαλλί των προβάτων μου,
21 αν σήκωσα το χέρι μου ενάντια στον ορφανό, βλέποντας ότι υπερίσχυα στην πύλη,
22 να πέσει ο βραχίονάς μου από τον ώμο, και το χέρι μου να σπάσει από τον αγκώνα!
23 Επειδή, ο όλεθρος από τον Θεό ήταν σε μένα φρίκη, και για τη μεγαλειότητά του δεν θα μπορούσα να αντέξω.
24 Αν έβαλα την ελπίδα μου στο χρυσάφι ή είπα στο καθαρό χρυσάφι: Εσύ είσαι το θάρρος μου,
25 αν ευφράνθηκα, επειδή ήταν μεγάλος ο πλούτος μου, και επειδή το χέρι μου βρήκε αφθονία,
26 αν θωρούσα τον ήλιο να λάμπει ή το φεγγάρι να περπατάει στη λαμπρότητά του,
27 και η καρδιά μου σαγηνεύτηκε κρυφά ή με το στόμα μου φίλησα το χέρι μου,
28 κι αυτό θα ήταν καταδικάσιμο ανόμημα· επειδή, θα αρνιόμουν τον Θεό, τον Ύψιστο.
29 Αν χάρηκα στον αφανισμό εκείνου που με μισούσε ή επιχάρηκα όταν τον βρήκε κακό·
30 (επειδή, ούτε το στόμα μου άφησα να αμαρτήσει, με το να ευχηθώ κατάρα στην ψυχή του)·
31 αν οι άνθρωποι της σκηνής μου δεν είπαν: Ποιος θα δείξει έναν άνθρωπο που δεν χόρτασε από τα κρέατά του;
32 (Ο ξένος δεν διανυχτέρευε έξω· άνοιγα την πόρτα μου στον οδοιπόρο)·
33 αν σκέπασα την παράβασή μου όπως ο Αδάμ, κρύβοντας την ανομία μου στον κόρφο μου·
34 (επειδή, μήπως φοβόμουν ένα μεγάλο πλήθος ή με τρόμαζε η καταφρόνηση των οικογενειών, ώστε να σιωπήσω, και να μη βγω έξω από την πόρτα;
35 Ω, να υπήρχε κάποιος να με άκουγε! Δέστε, η επιθυμία μου είναι να μου απαντούσε ο Παντοδύναμος, και ο αντίδικός μου να έγραφε βιβλίο·
36 βέβαια, θα το κρατούσα επάνω στον ώμο μου, θα το έδενα σαν στεφάνι επάνω μου·
37 θα του φανέρωνα τον αριθμό των βημάτων μου· σαν άρχοντας θα τον πλησίαζα).
38 Αν το χωράφι μου βοά εναντίον μου, και μαζί του κλαίνε τα αυλάκια του,
39 αν έφαγα τον καρπό του χωρίς μισθό ή έκανα να βγει η ψυχή των γεωργών του,
40 ας φυτρώσουν τριβόλια αντί σιτάρι, και ζιζάνια αντί κριθάρι. Τελείωσαν τα λόγια τού Ιώβ.