Ιώβ / Job
1 Άνθρωπος γεννημένος από γυναίκα είναι ολιγόβιος, και γεμάτος ταραχή·
2 αναβλασταίνει σαν άνθος, και κόβεται· φεύγει σαν σκιά, και δεν διαμένει.
3 Κι επάνω σε έναν τέτοιον ανοίγεις τα μάτια σου, και με φέρνεις σε κρίση μαζί σου;
4 Ποιος μπορεί να βγάλει καθαρό από ακάθαρτο; Κανένας.
5 Επειδή, οι ημέρες του είναι προσδιορισμένες, ο αριθμός των μηνών του βρίσκεται σε σένα, κι εσύ έβαλες τα όριά του, και δεν μπορεί να τα υπερβεί,
6 απόστρεψε απ' αυτόν, για να ησυχάσει, μέχρις ότου, χαίροντας, εκπληρώσει σαν μισθωτός την ημέρα του.
7 Επειδή, για το δέντρο, αν κοπεί, υπάρχει ελπίδα ότι θα αναβλαστήσει, και ότι ο τρυφερός του βλαστός δεν θα εκλείψει.
8 Και αν η ρίζα του παλιώσει στη γη, και ο κορμός του πεθάνει στο χώμα,
9 όμως, με τη μυρουδιά τού νερού θα αναβλαστήσει, και θα βγάλει κλαδιά σαν νεόφυτο.
10 Αλλ' ο άνθρωπος πεθαίνει, και παρέρχεται· και ο άνθρωπος εκπνέει, και πού είναι;
11 Όπως τα νερά εκλείπουν από τη θάλασσα, και ο ποταμός στερεύει και ξεραίνεται,
12 έτσι ο άνθρωπος, αφού κοιμηθεί, δεν σηκώνεται· μέχρις ότου δεν υπάρξουν οι ουρανοί, δεν θα ξυπνήσουν, και δεν θα εγερθούν από τον ύπνο τους.
13 Είθε να με έκρυβες στον τάφο, να με σκέπαζες μέχρις ότου περάσει η οργή σου, να μου προσδιόριζες μια προθεσμία, και τότε να με θυμηθείς!
14 Αν ο άνθρωπος πεθάνει, θα ξαναζήσει; Όλες τις ημέρες τής εκστρατείας μου θα περιμένω, μέχρις ότου έρθει η μεταλλαγή μου.
15 Θα καλέσεις, κι εγώ θα σου απαντήσω· θα επιβλέψεις επάνω στο έργο των χεριών σου.
16 Επειδή, τώρα απαριθμείς τα βήματά μου· δεν παραφυλάττεις τις αμαρτίες μου;
17 Η παράβασή μου είναι σφραγισμένη μέσα σε βαλάντιο, και σημειώνεις επάνω την ανομία μου.
18 Βέβαια, το μεν βουνό, όταν πέφτει, εξουθενώνεται, και ο βράχος μετακινείται από τον τόπο του.
19 Τα νερά τρώνε τις πέτρες· οι πλημμύρες τους παρασύρουν το χώμα τής γης· έτσι, εσύ καταστρέφεις την ελπίδα τού ανθρώπου,
20 υπερισχύεις πάντοτε εναντίον του, κι αυτός παρέρχεται· μεταβάλλεις την όψη του, και τον αποπέμπεις.
21 Οι γιοι του υψώνονται, κι αυτός δεν ξέρει· και ταπεινώνονται, κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' αυτά.
22 Μόνον η σάρκα του θα πονάει επάνω του, και η ψυχή του θα πενθεί μέσα του.