Ιώβ / Job
1 ΚΑΙ ο Ελιού εξακολούθησε, και είπε:
2 Να με υπομείνεις λίγο, και θα σε διδάξω· επειδή, έχω ακόμα λόγια υπέρ του Θεού.
3 Θα πάρω τα επιχειρήματά μου από μακριά, και θα αποδώσω δικαιοσύνη στον Δημιουργό μου·
4 επειδή, τα λόγια μου, στ' αλήθεια δεν θα είναι αναληθή· κοντά σου είναι ο τέλειος σε γνώση.
5 Δες, ο Θεός είναι ισχυρός, όμως δεν καταφρονεί κανέναν· ισχυρός σε δύναμη σοφίας.
6 Δεν θα ζωοποιήσει τον ασεβή· στους φτωχούς, όμως, δίνει το δίκαιο.
7 Δεν αποσύρει τα μάτια του από τους δικαίους, αλλά και μαζί με βασιλιάδες τούς βάζει επάνω σε θρόνο· μάλιστα, τους καθίζει για πάντα, και είναι υψωμένοι.
8 Και αν θα ήσαν δεμένοι με δεσμά, και πιάνονταν με σχοινιά θλίψης,
9 τότε, τους φανερώνει τα έργα τους, και τις παραβάσεις τους, ότι υπεραυξήθηκαν,
10 και ανοίγει το αυτί τους σε διδασκαλία, και προστάζει να επιστρέψουν από την ανομία.
11 Αν υπακούσουν, και δουλέψουν, θα τελειώσουν τις ημέρες τους μέσα σε αγαθά, και τα χρόνια τους μέσα σε ευφροσύνες.
12 Αλλά, αν δεν υπακούσουν, θα διαπεραστούν από ρομφαία, και θα πεθάνουν μέσα σε έλλειψη γνώσης.
13 Και οι υποκριτές στην καρδιά επισωρεύουν οργή· δεν θα βοήσουν όταν τους δέσει·
14 αυτοί πεθαίνουν μέσα στη νιότη, και η ζωή τους τελειώνει ανάμεσα στους ασελγείς.
15 Λυτρώνει τον θλιμμένο μέσα στη θλίψη του, και ανοίγει τα αυτιά τους μέσα σε συμφορά.
16 Κι έτσι, θα σε έβγαζε από τη στενοχώρια σε ευρυχωρία, όπου δεν υπάρχει στενοχώρια· κι εκείνο που παρατίθεται επάνω στο τραπέζι, θα είναι γεμάτο από πάχος.
17 Αλλ' εσύ εκπλήρωσες δίκη τού ασεβή· δίκη και κρίση θα σε καταλάβουν.
18 Επειδή υπάρχει θυμός, πρόσεχε μη σε εξαφανίσει με την προσβολή του· τότε, ούτε μεγάλο λύτρο δεν θα σε λύτρωνε.
19 Θα επιβλέψει στα πλούτη σου; Ούτε σε χρυσάφι ούτε σε όλη την ισχύ τής δύναμης.
20 Μη επιποθείς τη νύχτα, κατά την οποία οι λαοί αποκόπτονται μέσα στον τόπο τους.
21 Πρόσεχε, μη στραφείς προς την ανομία· επειδή, εσύ πρόκρινες αυτό παρά τη θλίψη.
22 Δες, ο Θεός είναι υψωμένος με τη δύναμή του· ποιος διδάσκει όπως αυτός;
23 Ποιος του καθόρισε τον δρόμο του; Ή, ποιος μπορεί να πει; Έπραξες ανομία;
24 Θυμήσου να μεγαλύνεις το έργο του, που οι άνθρωποι θωρούν.
25 Κάθε άνθρωπος το βλέπει· ο άνθρωπος το θωρεί από μακρυά.
26 Δες, ο Θεός είναι μεγάλος, και ακατανόητος σε μας, και ο αριθμός των χρόνων του ανεξερεύνητος.
27 Όταν ανασύρει τις ρανίδες τού νερού, αυτές καταχέουν τη βροχή από τους ατμούς του,
28 την οποία ραίνουν τα σύννεφα· σταλάζουν άφθονα επάνω στον άνθρωπο.
29 Μπορεί κάποιος να εννοήσει ακόμα τις εξαπλώσεις των νεφελών, τον κρότο τής σκηνής του;
30 Δες, απλώνει το φως του επάνω της, και σκεπάζει τους πυθμένες τής θάλασσας·
31 επειδή, διαμέσου αυτών δικάζει τους λαούς, και δίνει τροφή, με αφθονία.
32 Στις παλάμες του κρύβει την αστραπή· και την προστάζει σε ό,τι έχει να απαντήσει.
33 Παραγγέλλει σ' αυτή υπέρ του φίλου του, ενάντια όμως στον ασεβή ετοιμάζει οργή.