Ιώβ / Job
1 ΤΟΤΕ, ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης απάντησε, και είπε:
2 Έπρεπε ένας σοφός να προφέρει μάταιους στοχασμούς, και να γεμίζει την κοιλιά του με ανατολικό άνεμο;
3 Έπρεπε να φιλονικεί με μάταια λόγια, και ανωφελείς ομιλίες;
4 Βέβαια, εσύ απορρίπτεις τον φόβο, και αποκλείεις τη δέηση μπροστά στον Θεό.
5 Επειδή, το στόμα σου αποδεικνύει την ανομία σου, και διάλεξες τη γλώσσα των πανούργων.
6 Το στόμα σου σε καταδικάζει, και όχι εγώ· και τα χείλη σου καταμαρτυρούν εναντίον σου.
7 Μήπως είσαι ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκες; Ή, πλάστηκες πριν από τα βουνά;
8 Μήπως άκουσες τις βουλές τού Θεού; Και εξάντλησες στον εαυτό σου τη σοφία;
9 Τι ξέρεις, και δεν ξέρουμε; Τι αντιλαμβάνεσαι κι εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε;
10 Και μεταξύ μας υπάρχουν ηλικιωμένοι, με γκρίζα μαλλιά, και γέροντες, γεροντότεροι από τον πατέρα σου.
11 Οι παρηγορίες τού Θεού φαίνονται σε σένα μικρό πράγμα; Ή, έχεις κάτι κρυμμένο μέσα σου;
12 Γιατί σε αποπλανάει η καρδιά σου; Και γιατί παραφέρονται τα μάτια σου,
13 ώστε στρέφεις το πνεύμα σου ενάντια στον Θεό, και αφήνεις να βγαίνουν τέτοια λόγια από το στόμα σου;
14 Τι είναι ο άνθρωπος ώστε να είναι καθαρός; Και ο γεννημένος από γυναίκα, ώστε να είναι δίκαιος;
15 Δες, στους δικούς του αγίους δεν εμπιστεύεται· και οι ουρανοί δεν είναι καθαροί στα μάτια του·
16 πόσο περισσότερο βδελυρός κι ακάθαρτος είναι ο άνθρωπος, που πίνει την ανομία σαν νερό;
17 Θα σε διδάξω εγώ· άκουσέ με· αυτό βέβαια είδα, και θα το φανερώσω,
18 το οποίο οι σοφοί ανήγγειλαν από τους πατέρες τους, και δεν το έκρυψαν·
19 στους οποίους μόνους δόθηκε η γη, και ξένος δεν πέρασε ανάμεσά τους.
20 Ο ασεβής βασανίζεται όλες τις ημέρες, και χρόνια μετρημένα είναι φυλαγμένα για τον τύραννο.
21 Ένας ήχος φόβου είναι στα αυτιά του· μέσα σε καιρό ειρήνης θάρθει επάνω του ο εξολοθρευτής.
22 Δεν πιστεύει ότι θα επιστρέψει από το σκοτάδι, και περιμένει τη μάχαιρα.
23 περιπλανιέται για ψωμί, και πού; Ξέρει ότι η ημέρα τού σκοταδιού είναι κοντά του, έτοιμη.
24 Θλίψη και στενοχώρια θα τον καταπλήττουν· θα υπερισχύσουν εναντίον του, σαν βασιλιάς παρασκευασμένος σε μάχη·
25 επειδή, άπλωσε το χέρι του ενάντια στον Θεό, και αλαζονεύτηκε ενάντια στον Παντοδύναμο·
26 όρμησε εναντίον του με υπερήφανον τράχηλο, με την πυκνωμένη ράχη των ασπίδων του·
27 επειδή, σκέπασε το πρόσωπό του με το πάχος του, και υπερπάχυνε τα πλευρά του.
28 Και κατοίκησε σε έρημες πόλεις, σε ακατοίκητα σπίτια, έτοιμα για σωρούς.
29 Δεν θα πλουτήσει ούτε θα διαμένουν τα υπάρχοντά του, ούτε η αφθονία τους θα επεκταθεί επάνω στη γη.
30 Δεν θα χωριστεί από το σκοτάδι· φλόγα θα ξεράνει τους βλαστούς του, και με την πνοή τού στόματός του θα απέλθει.
31 Ο απατημένος ας μη πιστεύει στη ματαιότητα, επειδή η αμοιβή του θα είναι ματαιότητα.
32 Θα φθαρεί πριν από τον καιρό του, και ο κλάδος του δεν θα πρασινίσει.
33 Θα αποβάλει το άγουρο σταφύλι του όπως η άμπελος, και θα ρίξει το άνθος του όπως το ελιόδεντρο.
34 Επειδή, η σύναξη των υποκριτών θα ερημωθεί, και φωτιά θα καταφάει τις σκηνές τής δωροληψίας.
35 Συλλαμβάνουν πονηρία, και γεννούν ματαιότητα, και η καρδιά τους μηχανεύεται δόλο.