Ιώβ / Job
1 Επειδή, οι καιροί δεν είναι κρυμμένοι από τον Παντοδύναμο· γιατί δεν βλέπουν τις ημέρες του αυτοί που τον γνωρίζουν;
2 Μετακινούν όρια, αρπάζουν ποίμνια, και ποιμαίνουν·
3 αφαιρούν το γαϊδούρι των ορφανών, παίρνουν το βόδι τής χήρας για ενέχυρο·
4 απωθούν τους άπορους από τον δρόμο· οι φτωχοί τής γης κρύβονται μαζί.
5 Δέστε, σαν άγρια γαϊδούρια στην έρημο, βγαίνουν στα έργα τους, καθώς σηκώνονται το πρωί για αρπαγή· η έρημος δίνει γι' αυτούς τροφή, και για τα παιδιά τους.
6 Θερίζουν χωράφι, που δεν είναι δικό τους, και τρυγούν άμπελο αδικίας.
7 Κάνουν τους γυμνούς να περνούν τη νύχτα χωρίς ιμάτιο, και δεν έχουν σκέπασμα στο ψύχος·
8 από τις βροχές των βουνών υγραίνονται, και αγκαλιάζουν τον βράχο, μη έχοντας καταφύγιο.
9 εκείνοι αρπάζουν τον ορφανό από τον μαστό, και από τον φτωχό παίρνουν ενέχυρο·
10 τον κάνουν να αναχωρήσει γυμνός, χωρίς ιμάτιο, κι αυτοί που βαστάζουν τα χειρόβολα μένουν πεινασμένοι.
11 Αυτοί που βγάζουν το λάδι με πίεση μέσα στους τοίχους τους, και πατούν τους λινούς τους, διψούν.
12 Άνθρωποι από την πόλη στενάζουν, και η ψυχή των πληγωμένων βοά· ο Θεός, όμως, δεν βάζει επάνω τους αφροσύνη.
13 Αυτοί είναι από εκείνους που αντιστέκονται στο φως· δεν γνωρίζουν τούς δρόμους του, και δεν μένουν στα μονοπάτια του.
14 Ο φονιάς, καθώς σηκώνεται την αυγή, φονεύει τον φτωχό και τον άπορο, ενώ τη νύχτα γίνεται σαν κλέφτης.
15 Τα μάτια τού μοιχού, παρόμοια, παραφυλάττουν το νύχτωμα, λέγοντας: Μάτι δεν θα με δει· και σκεπάζει το πρόσωπό του.
16 Στο σκοτάδι διατρυπούν τα σπίτια, που την ημέρα είχαν σημειώσει για τον εαυτό τους. Φως δεν γνωρίζουν·
17 επειδή, η αυγή είναι σε όλους αυτούς σκιά θανάτου· αν κάποιος τούς γνωρίσει, είναι τρόμοι σκιάς θανάτου.
18 Είναι ελαφροί επάνω στην επιφάνεια των νερών· η μερίδα τους επάνω στη γη είναι καταραμένη· δεν βλέπουν τον δρόμο των αμπέλων.
19 Η ξηρασία και η θερμότητα αρπάζουν τα νερά τού χιονιού, και ο τάφος τούς αμαρτωλούς.
20 Η μήτρα θα τους λησμονήσει· το σκουλήκι θα βόσκει επάνω τους· δεν θάρθουν πλέον σε θύμηση· και η αδικία θα συντριφτεί σαν ξύλο.
21 Κακοποιούν τη στείρα, την άτεκνη· και δεν αγαθοποιούν τη χήρα·
22 και κατακρατούν τούς δυνατούς με τη δύναμή τους· σηκώνονται, και κανένας δεν είναι ασφαλής στη ζωή του.
23 Ο Θεός τούς έδωσε μεν ασφάλεια, και αναπαύονται· όμως, τα μάτια του είναι επάνω στους δρόμους τους.
24 Υψώνονται για λίγο καιρό, και δεν υπάρχουν, και καταβάλλονται όπως όλοι οι άλλοι· σηκώνονται από το μέσον, και κόβονται όπως η κορφή από τα στάχυα.
25 Κι αν τώρα δεν είναι έτσι, ποιος θα με διαψεύσει, και θα εξουθενήσει τα λόγια μου;