Ιώβ / Job
1 ΥΣΤΕΡΑ απ' αυτά, ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του, και καταράστηκε την ημέρα του.
2 Και ο Ιώβ μίλησε, και είπε:
3 Είθε να χαθεί η ημέρα κατά την οποία γεννήθηκα, και η νύχτα κατά την οποία είπαν: Γεννήθηκε αρσενικό.
4 Η ημέρα εκείνη να είναι σκοτάδι· ο Θεός από πάνω να μη την αναζητήσει, και να μη φέξει επάνω της φως.
5 Σκοτάδι και σκιά θανάτου να την αμαυρώσουν· πυκνό σκοτάδι να καθήσει επάνω της. Νάρθουν επάνω της ως πικρότατη ημέρα.
6 Εκείνη τη νύχτα να επικρατήσει σκοτάδι· Να μη συγκαταλεχθεί στις ημέρες του χρόνου· να μη μπει στις ημέρες των μηνών.
7 Να, έρημη να είναι εκείνη η νύχτα· επάνω της να μη έρθει χαρμόσυνη φωνή.
8 Να την καταραστούν αυτοί που καταρώνται τις ημέρες, οι έτοιμοι να ανεγείρουν το πένθος τους.
9 Να σκοτιστούν τα αστέρια τής εσπέρας της· να προσμένει φως, και να μη έρχεται· και να μη δει τα βλέφαρα της αυγής·
10 επειδή, δεν έκλεισε τις πόρτες τής κοιλιάς τής μητέρας μου, και δεν έκρυψε τη θλίψη από τα μάτια μου.
11 Γιατί δεν πέθανα από τη μήτρα; Και δεν εξέπνευσα μόλις είχα βγει από την κοιλιά;
12 Γιατί με υποδέχθηκαν τα γόνατα; Ή, γιατί οι μαστοί, για να θηλάσω;
13 Επειδή, τώρα θα ήμουν ξαπλωμένος και θα ησύχαζα· θα κοιμόμουν· τότε θα ήμουν σε ανάπαυση,
14 μαζί με βασιλιάδες και συμβούλους της γης, που οικοδομούσαν ερημώσεις·
15 ή, με άρχοντες, που έχουν χρυσάφι, που γέμισαν τα σπίτια τους με ασήμι·
16 ή, σαν κρυμμένο εξάμβλωμα δεν θα υπήρχα, σαν βρέφη που δεν είδαν φως.
17 Εκεί, οι ασεβείς σταματούν να ταράζουν, κι εκεί αναπαύονται οι κουρασμένοι·
18 εκεί αναπαύονται μαζί οι αιχμάλωτοι· φωνή καταδυνάστη δεν ακούν·
19 εκεί βρίσκεται ο μικρός και ο μεγάλος· και ο δούλος, που είναι ελεύθερος από το αφεντικό του.
20 Γιατί δόθηκε φως στον δυστυχισμένο, και ζωή στον πικραμένο στην ψυχή,
21 οι οποίοι ποθούν τον θάνατο, και δεν πετυχαίνουν, αν και σκάβουν γι' αυτόν περισσότερο παρά για κρυμμένους θησαυρούς,
22 οι οποίοι υπερχαίρονται, υπερευφραίνονται, όταν βρουν τον τάφο;
23 Γιατί δόθηκε φως σε άνθρωπο, που ο δρόμος του είναι κρυμμένος, και που τον περιέκλεισε ο Θεός;
24 Επειδή, πριν από το φαγητό μου έρχεται ο στεναγμός μου, και τα μουγκρητά μου ξεχύνονται σαν νερά.
25 Επειδή, εκείνο που φοβόμουν, μου συνέβηκε, κι εκείνο που τρόμαζα ήρθε επάνω μου.
26 Δεν είχα ειρήνη ούτε ανάπαυση ούτε ησυχία· οργή ήρθε επάνω μου.