Ιώβ / Job
1 ΚΑΙ κάποια ημέρα, οι γιοι τού Θεού ήρθαν να παρασταθούν μπροστά στον Κύριο· κι ανάμεσα σ' αυτούς ήρθε και ο σατανάς, για να παρασταθεί μπροστά στον Κύριο.
2 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Από πού έρχεσαι; Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Αφού διάβηκα ολόγυρα τη γη, και περπάτησα μέσα σ' αυτή, νάμαι.
3 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Έβαλες τον νου σου επάνω στον δούλο μου τον Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιός του στη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, ο οποίος φοβάται τον Θεό, και απέχει από κακό; Κι ακόμα κρατάει τη ακεραιότητά του, αν και με παρόξυνες εναντίον του, για να τον εξολοθρεύσω χωρίς αιτία.
4 Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Δέρμα για δέρμα, και όλα όσα έχει ο άνθρωπος θα τα δώσει για τη ζωή του·
5 εντούτοις, άπλωσε το χέρι σου, και άγγιξε τα κόκαλά του, και τη σάρκα του, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο.
6 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Δες, αυτός είναι στο χέρι σου· μόνον τη ζωή του να φυλάξεις.
7 Τότε, ο σατανάς βγήκε από μπροστά από τον Κύριο, και πάταξε τον Ιώβ με ένα κακό έλκος, από το πέλμα των ποδιών του μέχρι την κορυφή του.
8 Και πήρε κοντά του ένα κομμάτι από κεραμίδι, για να ξύνεται μ' αυτό· και καθόταν στο μέσον τής στάχτης.
9 Τότε, η γυναίκα του είπε σ' αυτόν: Ακόμα κρατάς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησε τον Θεό, και πέθανε.
10 Κι εκείνος είπε σ' αυτή: Μίλησες όπως μιλάει μια από τις άφρονες γυναίκες· τα αγαθά μονάχα θα δεχθούμε από τον Θεό, και τα κακά δεν θα τα δεχθούμε; Σε όλα αυτά ο Ιώβ δεν αμάρτησε με τα χείλη του.
11 Και καθώς οι τρεις φίλοι τού Ιώβ άκουσαν όλα αυτά τα κακά που είχαν έρθει επάνω του, ήρθαν κάθε ένας από τον τόπο του· ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης, και ο Βιλδάδ ο Σαυχίτης, και ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης· επειδή, είχαν συμφωνήσει νάρθουν μαζί, για να τον συλλυπηθούν και να τον παρηγορήσουν.
12 Και όταν από μακριά σήκωσαν τα μάτια τους, και δεν τον γνώρισαν, ύψωσαν τη φωνή τους, και έκλαψαν· και έσχισαν ο καθένας το ιμάτιό του, και έρριξαν χώμα επάνω στα κεφάλια τους προς τον ουρανό.
13 Και κάθησαν μαζί του επάνω στη γη επτά ημέρες και επτά νύχτες, και κανένας δεν του είπε έναν λόγο, επειδή έβλεπαν ότι ο πόνος του ήταν υπερβολικά μεγάλος.